Λοιπόν, με έπιασε ένας παροξυσμός με αυτό το δίσκο, όχι από αυτούς τους
παροξυσμούς που φωνάζεις μαλακίες και υπερβολές τύπου "καλύτερη μπάντα
έβορ" και άλλα τέτοια χαριτωμένα, αλλά ένας παροξυσμός γεννημένος από
την ανάμειξη νοσταλγικής εφηβικής μανίας και γεροντοπαλικαριάς. Αυτή η
μαγική στιγμή που τα αν της εμπειρίας μπλέκονται με τη φαντασία, που
νιώθεις σαν ο ήχος να είναι μία συνάντηση με ένα παλιόφιλο και η επαφή
μαζί του σου επιτρέπει να ζήσεις λίγες στιγμές τόσο φρέσκιες και τόσο
πλήρεις, αντιλαμβανόμενος την προσφορά τους a priori και στο έπακρο,
χωρίς να σπαταλάς ενέργεια αναζητώντας κρυφά νοήματα.
Και να πεις
ότι το έζησα το post punk ως σύγχρονός του; Ούτε καν, οπότε μάλλον γι'
αυτό την πάτησα τόσο. Η φρεσκάδα που έχει ο δίσκος είναι τόσο παντού που
καταντά πεισματάρα συνθετική προϋπόθεση. Κάθε κομμάτι μαγικά εφάπτεται
μιας επιρροής τους, τοποθετώντας με σε ένα χωροχρονικό παράδοξο. Σαν ο
ήχος να έκανε τον εγκέφαλό ένα μεγάλο φίλτρο και την πραγματικότητα ένα
παραπέτασμα που τα μάτια ζωντανεύουν. Με βλέπω σε χρόνους και μέρη που
δεν έχω πατήσει το πόδι μου, φοράω ρούχα που δεν θα φορούσα ποτέ, και
υπό την επίβλεψη μιας λονδρέζικης μουντάδας βολτάρω μέχρι να έρθει η ώρα
που απαιτεί την παρουσία μου σε συγκεκριμένο προορισμό.
Ο ήχος τους συμμαζεύει την αφρόκρεμα του post punk. Αντικαθιστούν το έντεχνο των New Model Army
με positive punk και από εκεί και πέρα διαλέγουν πως θα μπουκώσουν το
κάθε κομμάτι τινάζοντας τα χέρια τους στις δισκοθήκες τους διαλέγοντας
και ταιριάζοντας. Μπάσα Fields Of the Nephilim και Misfits ενέργεια, Joy Division-ική εισαγωγή σε Interpol-ικά περάσματα, Editors φωνητικά σε The Sound πλάτες, The Cure κιθαριές σε The Fall περιτύλιγμα, αυτό το "Trainwreck" μονίμως μου φέρνει τους Terrible Feelings στο μυαλό και δε συμμαζεύεται.
Ο
δίσκος παραμυθιάζει με την ενέργειά του και τους up-tempo ρυθμούς του,
παροτρύνει να εξοντώσεις την ένταση χορεύοντας, να πιστεύεις ότι έχεις
να αντιμετωπίσεις κάτι νέο, ενώ ακόμα και μετά από τη δέκατη ακρόαση με
ταξιδεύει με την ίδια ένταση, καραδοκώντας εκείνες τις στιγμές που τρυπά
τα σύννεφα ο ήλιος για να αναδειχθεί όσο περισσότερο. Γαμημένα
πετυχημένη δουλειά. Ξανά και ξανά μπράβο στη Sacred Bones.
Υ.Γ. Τσεκάρετε και το link της μπάντας στη Sacred Bones για να μάθετε και μία δύο δημοσιογραφικές πληροφορίες παραπάνω.
http://www.sacredbonesrecords.com/
Γιώργος Κ.
Αν οι Full Of Hell στο προπέρσινο ντεμπούτο τους,
"Roots Of Earth Are Consuming My Home", είχαν κάποια ελάχιστα
υπολείμματα της ανθρώπινης φύσης τους, στο "Rudiments Of Mutilation" δεν
έχουν απολύτως τίποτα ζωντανό, παρά μια ολοκληρωτική γαμημένη νέκρα, η
οποία γίνεται αισθητή από την αρχή του δίσκου, με την εισαγωγή
"Dichotomy" που μας βάζει στο αποτρόπαιο κλίμα με noise βασανιστήριο,
πηγαδίσια ουρλιαχτά και τύμπανα που βαράνε στο πουθενά. H hardcore
σκατοψυχιά που ανοίγει το "Vessel Deserted", πάει να ζεστάνει λίγο τα
αίματα, αλλά την κρίσιμη στιγμή διακόπτεται από πεθαμανατζίδικο sludge
με ανατριχιαστικά διπλά φωνητικά. Και εκεί πάνω στο τσακίρ πένθος,
χώνεται μαχαίρι στην καρδιά ένα παγωμένο grind-άρισμα. Το κομμάτι
πιστεύω ότι είναι και το καλύτερο του δίσκου, μιας και στα δύο και κάτι
λεπτά του συνοψίζει το εφιαλτικό σκωτσέζικο ντους, στο οποίο μας
υποβάλλουν οι Full Of Hell με το φετινό τους εξάμβλωμα.
Το
"Rudiments Of Mutilation" μοιάζει μετά το "Vessel Deserted" να
χωρίζεται σε δύο μέρη: το πρώτο φτάνει μέχρι και το "Indigence And
Guilt" και γονατίζει το δέκτη με φορτωμένο σκατίλα hardcore και μακάβριο
grind. Στο δεύτερο μέρος, από το "Embrace" μέχρι το τέλος, οι Full Of Hell
ψέλνουν doom/sludge επικήδειους, μουρμουρίζουν διάφορα ακατάληπτα και
τσοντάρουν απωθητικούς θορύβους κατά βούληση, δημιουργώντας το
soundtrack των παραμορφωμένων νεογέννητων, των αποστεωμένων παιδιών και
των σωρών από πτώματα που κοσμούν το εξώφυλλο του δίσκου. Το δέσιμο των
δύο τάσεων των Full Of Hell αποδεικνύεται τέλεια
οδυνηρό και προκαλεί άγχος και άβολα συναισθήματα, όποτε μιλάμε για
δίσκο που δεν είναι για όλους, ούτε για όλες τις ώρες και ακούγεται μόνο
όταν είσαι "σε φάση τέτοια". Γενικά δε σας το εύχομαι να βρεθείτε "σε
φάση τέτοια", αλλά αν τυχόν, να ξέρετε ότι το "Rudiments Of Mutilation"
βρίσκεται εκεί έξω για να σας γαμήσει ακόμα χειρότερα.
http://a389recordings.bandcamp.com/album/a389-127-full-of-hell-rudiments-of-mutilation-12-cd
http://fullofhell.bandcamp.com/ (αμιγώς noise κυκλοφορίες των Full Of Hell)
Βαγγέλης Ε.
Η ανήλικη περίοδος του H.V Lyngdal καταναλώθηκε στα δύο demos των Wolfheart.
Η αλλαγή του ονόματος σήμανε την αποκορύφωση της (χρονικά σύγκαιρης)
πνευματικής του επαγρύπνησης και την συνειδητοποίηση της ανάγκης αλλαγής
της κατεύθυνσης του εγχειρήματός του. Από το λύκο στο σκουλήκι, από την
επιφάνεια στο υπέδαφος. Η αλλαγή του φαίνεται να θεσπίζεται από
κατώτερες ανάγκες. Να τον μετατοπίζει από την ελευθερία και το κυνήγι
στη λάσπη και την υγρασία. Η ταπείνωση όμως φάνηκε σωστή για τη φύση του
μιας και η σύγχρονη αναμόχλευση των πρώτων παθών του H.V Lyngdal
εκμαιεύεται αποτελεσματικότερα.
Τα σκουλήκια που επαναστατούσαν
υποδόρια έβρισκαν την έξοδο που αναζητούσαν στα πρώτα demos του και
split. Εμμένοντας στην ταπεινότερη φύση που επέλεξε, πασχίζει να τη
χρησιμοποιήσει για να σκίσει τη σάρκα, ίσως παραβιάζοντάς τη, και
ταξιδεύοντας πάνω από τα πνευματικά σπήλαια που εξερευνούσε πρώτιστα
εντοπίζει τη διαφορά της δεδομένης πραγματικότητας από τον προσαρμοσμένο
εφιάλτη. Ο πάγος και η μοναξιά απαθανατίζονται, ενώ με προσοχή,
αποκόπτονται και μετριούνται συνεχώς δίνοντας στη μουσική τον παλμό της.
Στις
δουλειές του πριν το "The Feral Wisdom" η πορεία του εναλλασσόταν
μεταξύ των διαστάσεων του τραχύ, οξύ ήχου που ακονίστηκε σε εδαφικές
στρώσεις μπλε πάγου και της περικλείουσας ησυχίας που στήριζε. Πλέον οι
δύο διαστάσεις ενώνονται και ως τα συστατικά ιδεώδη περιελίσσονται της
ύπαρξης των Wormlust. Η διπλή φωνή του H.V Lyngdal
βαθιά κάτω από τη Γη συγχωνεύει όλες της πηγές που ζωοποιούν το δίσκο
του. Προσπαθεί να μιμηθεί την κίνηση του φιδιού, τα σπειροειδή του riffs
καταλήγουν στο τέλος του και συνεχίζουν αναζητώντας, σκάβοντας μέσα του
όλο και βαθύτερα, οι κραυγές του δονούν το χώμα. Τα τέσσερα τραγούδια-
συστατικά του δίσκου δηλώνουν την ώριμη παρουσία του, και πλέον αυτή η
παρουσία είναι έκδηλη μπρος στις ανάγκες της. Τα drums μοιράζονται το
βάρος και την ευθύνη, δίνουν το ρυθμό πίσω από την μανία ή την
περισυλλογή και τινάζουν τη ραχοκοκαλιά του δίσκου εκστατικά.
Η
θεμελιώδης φιλοσοφία του H.V Lyngdal έχτιζε το εκμαγείο που μέσα του
χύθηκε ο πάγος του κέρδους, το άρωμα της ευσπλαχνίας, η φωτιά της
θέλησης και η λεπίδα του νου. Το "The Feral Wisdom" είναι άγριο,
δύσκολο. Καλύπτει και καλύπτεται από το έσχατο σκοτάδι, τυλίγεται με
φτερά και καιροφυλακτεί το θάνατο υπόγεια, διότι κάτω από τη Γη
αποβάλλεται ευκολότερα ο φόβος του, και δεμένος με τη μορφή που θρέφεται
από αυτόν δε σταματά την πορεία του.
http://wrmlst.bandcamp.com/
Γιώργος Κ.
Scott Kelly (Neurosis, Tribes of Neurot, Blood & Time, Shrinebuilder, solo δουλειές, συμμετοχές Mastodon, Amenra). Mike Williams (Eyehategod, Arson Anthem, Drip, Outlaw Order, συλλογή ποιημάτων, πρόζων). Sanford Parker (Buried At Sea, Minsk, Twilight, Circle Of Animals). Bruce Lamont (Bloodiest, Circle Of Animals, Yakuza).
Κάνανε μπάντα. Να γράψω κι άλλα; Καλή τη θελήσει, και προς αποφυγή
εμπαιγμών για την ποιότητα της δουλειάς μου από τα λοιπά ενεργά μέλη του
φοβερού αυτού blog θα γράψω. Έτσι, γιατί θα λένε ότι παίρνω τα πιο
εύκολα reviews. Ζηλεύουν.
Στα τεχνοκρατικά. Περιγραφικά και
τεχνικά λοιπόν το supergroup λειτουργεί αξιοζήλευτα και στο "Last City
Zero" η πρωτοκαθεδρία αλλάζει χέρια σε κάθε κομμάτι και κινείται μονίμως
και αδιαλείπτως στο εμβαδόν που δημιουργεί το τετράπλευρο των Corrections House.
Δεν ακούς ή ξεχωρίζεις αυτόνομη τη σήμα κατατεθέν μαγκιά του κάθε
μέλους. Και αυτό το συνειδητοποίησα σε επόμενες ακροάσεις, φαντάζομαι
επειδή η πρωτοστατούσα φύση του δίσκου για το κάθε μέλος αντιμετωπίστηκε
με ενάργεια και εμπειρία. Το ειδικό βάρος του κάθε κομματιού αλλάζει
και πάντα συνυπολογίζεται. Πότε ένα κομμάτι δεν είναι το κομμάτι ενός
από τους τέσσερις. Τα riffs ρινόκεροι του Scott Kelly, η βαριά του φωνή,
το σκύλιασμα και οι βαριόμοιροι στίχοι του Williams, η ατμόσφαιρα ή ο
θόρυβος του Lamont και η γνώση του Parker έχτισαν τα θεμέλια και η
συνειδητοποιημένη προσέγγιση του κάθε μέλους στην θεματική του δίσκου,
και εν συνεχεία στο εκάστοτε κομμάτι, το μετέτρεψαν σε γερό οικοδόμημα.
Στα πιο προσωπικά. Θέλω να μιλάω για φοβερή επιτυχία όταν αναφέρομαι στους Corrections House.
Όχι, μάγκες, αλήθεια. Ήταν τόσο ταιριαστή αυτή η σύμπραξη, λειτούργησε
τόσο αβίαστα που το αποτέλεσμα δικαιώθηκε. Κρίνοντας εξ αυτού, η
Orwell-ική θεματική, η υποταγή ως δεδομένο, η ανάγκη για όνειρα, για
φυγή και αντίσταση φαίνεται κατάστικτη στο πετσί τους. Από όποια πλευρά
και αν ξεκινήσει το κάθε τραγούδι, από ένα ατμοσφαιρικό χαλί, ένα riff,
τσιρίδες, σαξόφωνα ή απαγγελία, από όπου συνεχίσει, όπου καταλήξει, η
συνεκτικότητα που καθορίστηκε αμίλητα θα το σημαδέψει σαν ένα Corrections House
κομμάτι. Η μόνιμη απειλή που θέλησαν να φωτογραφίσουν στο "Last City
Zero", η κοινωνική καταπίεση, η μελλοντική περαιτέρω σύνθλιψη του Εγώ
και του βιοποριστικού τρέχουν σε noise, post-metal, sludge, industrial
μονοπάτια και το φανταστικό κυνήγι ερμηνεύεται από τα κομμάτια του
δίσκου.
Είτε χρειάζεται ατμόσφαιρα, είτε έκρηξη, ο δίσκος
προσφέρει κάθε διέξοδο. Η χρήση μέρους της ποιητικής συλλογής του
Williams εκδιδομένη περί το 2005 με τίτλο "Cancer As a Social Activity:
Affirmations of World's End" (link
με το βιβλίο στο Amazon που μπορείτε να δείτε μερικές από τις πρόζες
του) είναι ταιριαστή και από όσα διάβασα και άκουσα δείχνει να πατά πάνω
της μεγάλο μέρος της δουλειάς. Τέλος, η κυκλοφορία αυτή με χαροποιεί
περαιτέρω γιατί επεκτείνει τον κατάλογο της Neurot Recordings δίνοντας
πάτημα και ελπίζω έναυσμα για νέους δρόμους και μπάντες που μπορεί να
ενσωματώσει στο δυναμικό της.
http://correctionshouse.bandcamp.com/
http://www.facebook.com/CorrectionsHouse
http://www.neurotrecordings.com/
Γιώργος Κ.
Δεν έχει τέλος η φετινή βροχή από τις δισκάρες που ξερνάει το ελληνικό
underground, κάτι που επιβεβαιώνει τη θεωρία μου, ότι όσο χειρότερες
γίνονται οι κοινωνικές συνθήκες στην Ελλάδα, τόσο περισσότερο και
ποιοτικότερο χάρντκορ/πανκ κυκλοφορεί. Έχω μια παρόμοια θεωρία για τα
μαγαζιά με frozen yoghurt, αλλά δεν είναι επί του παρόντος. Πίσω στη
μουσική, δε λέω, και παλιά είχαμε την ελληνόφωνη πανκομέταλ φάση,
παρόλαυτα αυτά η σκηνή τα τελευταία χρόνια είναι σαφώς πιο διαβασμένη,
και δε μασάει να ψαχτεί και να παίξει μπάλα με καμιά ντουζίνα
διαφορετικά μουσικά τόπια, τα οποία στο παρελθόν είχαν τόση σχέση με
την Ελλάδα, όση και το φυστικοβούτυρο με τις διαφορικές εξισώσεις.
Κάποιος που παρακολουθεί το όλο πανηγύρι, δε γίνεται να μην πέσει κάποια στιγμή πάνω στους Despite Everything,
την punk rock μπάντα που ξεχώρισε ήδη από το πρώτο της εφτάρι το 2009
και από τότε δε σταμάτησε να είναι άψογη. Ενδεικτικό της σοβαρότητας
αυτού του γκρουπ είναι το γεγονός ότι έδωσαν συναυλίες σε Αμερική δύο
φορές, άσε δε το split με τους απίστευτους Καναδούς Unfun, που από μόνο του θα έπρεπε να αποτελεί επιπλέον πιστοποιητικό γαματοσύνης. Κάπως έτσι φτάνουμε στη χρονιά του φιδιού, όπου οι Despite Everything
κυκλοφορούν το πρώτο τους full length με 13 νέα κομμάτια. Η μπάντα στο
"Dawn Chorus" συνεχίζει να τελειόποιει το γλυκόπικρο punk rock ήχο της
με επιπλέον post hardcore πινελιές και παραγωγή που σκίζει. Στο σύνολο ο
δίσκος είναι συνθετικά λιγότερο σκληρός σε σχέση με τις προηγούμενες
κυκλοφορίες του γκρουπ, και ίσως περισσότερο συναισθηματικός και
τεχνικός. Έχοντας πει αυτό, μπορώ να αφήσω τις μετριοπαθείς δηλώσεις και
να προχωρήσω στο εξής: οι Despite Everything είναι οι Έλληνες Hot Water Music. Τη συγκεκριμένη δήλωση δεν είναι ανάγκη να την πάρετε τοις μετρητοίς, μιας και προσωπικά έχω μια τάση να φαντάζομαι Hot Water Music
παντού. Το σίγουρο όμως είναι, ότι το "The Dawn Chorus" είναι δίσκος
που θες να τον ακούς πάντα ολόκληρο και που, χάρη στο συνδυασμό
τεχνικούρας και γλυκύτητας, σε έχει σούζα καθ' όλη τη διάρκειά του, κάτι
που αποτελεί καθαρά Hot Water Music-άδικο χαρακτηριστικό. Κι αυτές τις επιρροές Propagandhi
που λένε όλοι, 'ντάξει τις ακούω, παρόλαυτα ο κράχτης δε βρίσκεται
εκεί. Στο σύνολο είναι το κλου. Μέχρι και ποστροκιές θα πετύχετε εδώ
μέσα λέμε.
Τέλος, τα φωνητικά είναι φανταστικά και τρομερά
δουλεμένα, και η βραχνάδα τους ερωτεύσιμη. Μου λείπει παρόλαυτά μια
δεύτερη φωνή με άλλη χροιά για να κουμπώσει με την πρώτη και να δέσει
τελείως το γλυκό. Αυτή είναι και η μοναδική μου ένσταση. Στ' αρχίδια σας
είπατε; Σύμφωνοι. Τραβάτε τώρα και λιώστε το δίσκο όπως είστε.
http://despiteeverything.bandcamp.com
Βαγγέλης Ε.
Οι Lifewreck έγραψαν demo 12 λεπτών. Εγώ review 12 λέξεων. Καλό είναι.
Μέχρι
να γράψω αυτή τη μαλακία η κασέτα έχει ήδη φτάσει στο τέταρτο κομμάτι,
το "Curse", που με ωθεί σε ακρότητες. Χτυπάω το χέρι στο γραφείο με
σοκαριστική μανία (ακρότητα νούμερο 1), ενώ οι Lifewreck
χαζογελάνε με τα μπλιμπλίκια που ανοίγουν το αμέσως επόμενο κομμάτι. Τα
παιδιά σίγουρα είναι βλαμμένα. Παρ' όλα αυτά το χουλιγκανιασμένο
πεκινουά που τραγουδάει χτυπάει κέντρο στα γούστα μου. Η χαρά μου που
φτιάχνουμε εγχώριο fastcore είναι μεγάλη, διάολε μας πήρε καιρό αλλά
μάθαμε να το κάνουμε ωραία.
Η γκρούβα του demo αγγίζει την
τελειότητα, μπορείς να το τραγουδίσεις ολόκληρο με «νανα να νανανα»
(ακρότητα νούμερο 2). Τα riff (ναι riff) δεν κρύβονται πίσω από την
φασαρία και αδυνατώ να φανταστώ ότι κομμάτια σαν το "Love Dogs" δεν θα
φέρουν την ολοκληρωτική καταστροφή. Το οφείλουμε στους εαυτούς μας και
στην κοινωνία, να σπάμε πράματα ακούγοντας Lifewreck. Για έναν καλύτερο κόσμο γαμώτο.
Στα
συν να μετρήσουμε ότι η κασσέτα βγαίνει σε πολλά χρώματα, έτσι για το
τρέντυ, το ότι τα stickers τους έχουν από καρχαρίες μέχρι σκηνές από το
"Omen", και κυρίως ότι έχουν sample με Will Ferrel. Τέλος θα αδράξω την
ευκαιρία για εξιλέωση, και θα προτρέψω τους punks όλου του κόσμου να μην
πουν ΚΑΙ τους Lifewreck κοντούς. Τα παιδιά είναι ψηλά, απλά υπάρχουν και άλλοι πιο ψηλοί. Καθαρά πράματα.
http://lifewreck.bandcamp.com/
Ι. Χ.