Τον Σάκη από Terrordrome (αυτόν τον ψυχασθενή που τον ακούς να κατεβάζει
32 κλίμακες το δευτερόλεπτο και παράλληλα τον βλέπεις να χτυπιέται λες
και έχει επιληψία) τον ξέρω χρόνια, επειδή όμως μένουμε σε τελείως
διαφορετικά μέρη, δε μιλάμε συχνά. Όταν το κάνουμε όμως, τα πράγματα δε
θέλουν και πολύ για να αρχίσουν να ξεφεύγουν! Μετά από άπειρα γέλια, 3,5
ώρες στο chat room, και μεταξύ “off the record” συζητήσεων, μας
τροφοδότησε με μπόλικα νέα για τους Terrordrome και όχι μόνο. Πάμε
λοιπόν!
Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011
Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011
HARMS WAY (US) – Isolation (2011)
Ποτέ μέχρι σήμερα, γαμώ την κοινωνία μου, δεν έμοιαζε τόσο απειλητικό το
straightedge. Μπορεί να αρκούσε μια live φωτογραφία του τραγουδιστή της
μπάντας, κυρίου Judge Hammers (νιώθετε;...), για να σας πείσει ότι,
όταν αυτά τα παλικάρια, τα οποία τυπώνουν στα t-shirts τους την ατάκα
"Drinking alcohol is NOT ok" , βρίσκονται επί σκηνής, ίσως να πρέπει να
το ξανασκεφτείτε πριν παραγγείλετε εκείνη τη μπύρα. Είστε έξυπνα παιδιά
και δεν ψαρώνετε με τέτοια, το ξέρω, από την άλλη όμως οι Harms Way δεν χρειάζονται τη σωματική επαφή για να σας σπάσουν τα μούτρα.
Εκεί που νόμιζα ότι η μουσική τους είχε φτάσει στο απόγειο του τραμπουκισμού με το περσινό εφτάρι "No Gods, No Masters", οι Harms Way ξεκίνησαν πιο εντατικό γυμναστήριο, έφαγαν περισσότερο tofu, άκουσαν μανιωδώς death metal και σαν αποτέλεσμα, ηχογράφησαν οχτώ παιάνες για τον ξυλοδαρμό, για τη μιζέρια, για το απόλυτο τίποτα. Παρά το ότι αυτή η μουσική τους, σε συνδυασμό με τους στίχους, εκπέμπει έναν ισχυρό μηδενισμό, που λογικά θα προέτρεπε τον ακροατή να χωθεί σε κάποιο τάφο, το κυρίαρχο, σχεδόν βασανιστικό, αίσθημα που προκαλεί, είναι η ανάγκη να δολοφονήσεις άλλους ανθρώπους με γροθιές, ή τουλάχιστον με μαχαίρι. Να γίνεις ο κακός. Είναι άσχημο, μα φαίνεται ότι αυτό το καύσιμο το χρειάζεται αρκετός κόσμος, αν κρίνουμε από αυτούς που πίνουν νερό στο όνομα των Kickback, των Pulling Teeth, των Ringworm κλπ. Οι Harms Way ξεφεύγουν πλέον από το να παίζουν soundtracks για moshing, νόθευσαν τη φάση με σήψη και απογοήτευση, οι ατμόσφαιρες που δημιουργούν, παρά το φαινομενικό "ανεγκέφαλό" τους κατά την πρώτη επαφή, στηρίζουν αυτή την άποψη. Τα φωνητικά του Judge Hammers, δεν ξέρω ακριβώς σε ποιών ορμονών την έκκριση οδηγούν, πάντως έχουν κάτι από ζωικό κάλεσμα σε ένα αρχέγονο ένστικτο βίας που υπάρχει μέσα σ' όλους μας, και που για χάρη αυτού του γελοίου πολιτισμού καταπιέσαμε και θάψαμε. Τέλος, το "Scrambled", που ανοίγει το δίσκο, είναι ένα απ' τα καλύτερα κομμάτια που άκουσα φέτος.
Να τη φοβάστε αυτή τη μπάντα.
http://www.myspace.com/harmsxway
Βαγγέλης Ε.
Εκεί που νόμιζα ότι η μουσική τους είχε φτάσει στο απόγειο του τραμπουκισμού με το περσινό εφτάρι "No Gods, No Masters", οι Harms Way ξεκίνησαν πιο εντατικό γυμναστήριο, έφαγαν περισσότερο tofu, άκουσαν μανιωδώς death metal και σαν αποτέλεσμα, ηχογράφησαν οχτώ παιάνες για τον ξυλοδαρμό, για τη μιζέρια, για το απόλυτο τίποτα. Παρά το ότι αυτή η μουσική τους, σε συνδυασμό με τους στίχους, εκπέμπει έναν ισχυρό μηδενισμό, που λογικά θα προέτρεπε τον ακροατή να χωθεί σε κάποιο τάφο, το κυρίαρχο, σχεδόν βασανιστικό, αίσθημα που προκαλεί, είναι η ανάγκη να δολοφονήσεις άλλους ανθρώπους με γροθιές, ή τουλάχιστον με μαχαίρι. Να γίνεις ο κακός. Είναι άσχημο, μα φαίνεται ότι αυτό το καύσιμο το χρειάζεται αρκετός κόσμος, αν κρίνουμε από αυτούς που πίνουν νερό στο όνομα των Kickback, των Pulling Teeth, των Ringworm κλπ. Οι Harms Way ξεφεύγουν πλέον από το να παίζουν soundtracks για moshing, νόθευσαν τη φάση με σήψη και απογοήτευση, οι ατμόσφαιρες που δημιουργούν, παρά το φαινομενικό "ανεγκέφαλό" τους κατά την πρώτη επαφή, στηρίζουν αυτή την άποψη. Τα φωνητικά του Judge Hammers, δεν ξέρω ακριβώς σε ποιών ορμονών την έκκριση οδηγούν, πάντως έχουν κάτι από ζωικό κάλεσμα σε ένα αρχέγονο ένστικτο βίας που υπάρχει μέσα σ' όλους μας, και που για χάρη αυτού του γελοίου πολιτισμού καταπιέσαμε και θάψαμε. Τέλος, το "Scrambled", που ανοίγει το δίσκο, είναι ένα απ' τα καλύτερα κομμάτια που άκουσα φέτος.
Να τη φοβάστε αυτή τη μπάντα.
http://www.myspace.com/harmsxway
Βαγγέλης Ε.
SMOHALLA (Fra) - Resilience (2011)
Η ομιχλώδης παρουσία του avant-garde στο black metal γίνεται προσιτή,
μιας και η πολύχρονη τριβή των ευγενέστερων φορέων της κοινοποιεί τα
μυστικά της. Με επιλεκτική αναφορά σε σχήματα που εξυπηρετούν το κείμενο
επισημαίνω την πορεία των Ulver, τις γωνίες που άμβλυναν οι DHG, και τους θεατρινισμούς των Arcturus. Ταυτόχρονα οι Emperor και οι Blut Aus Nord είναι απαραίτητοι για μια ολοκληρωμένη εικόνα της παλινδρόμησης του δίσκου. Που τοποθετούνται οι Smohalla
σε αυτό το χάρτη; Πριν αποφασίσω, είδα πως οι ίδιοι προτιμούν την
ρετσινιά του post black, με συνέπεια και χρονολογική και ως προς τις
συγκρίσεις αυτής με όσα την προκαλούν.
Οι Smohalla δεν παύουν να μου φέρνουν στο μυαλό είτε τους προπάτορές τους, είτε τους συνδυασμούς που γεννούν οι αναδεύσεις τους. Τινάζομαι από τους ρυθμούς των (εκφυλισμένη λέξη πλέον) πειραματικών Ulver και τις συμφωνικές Emperor αναφορές σε μία Arcturus προπαγάνδα. Τεχνικά, η προσοχή που δείχνουν στις απαιτήσεις των επιρροών είναι αρτιότατη, όμως το βάρος που δείχνουν σε αυτές τους στερεί την προσωπική διαφοροποίηση, με αποτέλεσμα στην πάλη της νοσταλγίας και του κορεσμού νικητής να αναδεικνύεται ο δεύτερος. Συνδυαστικά με την εικονογράφηση (εδώ τοποθετούμε τους Blut Aus Nord) σφαιρικά ο δίσκος αντανακλά αναφορές. Σαφώς θα αναγνωρίσω πως δεν κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους και πως παρουσιάζεται συνθετική ωριμότητα, όμως στις αυξημένες απαιτήσεις της μαζικότητας, το Resilience δεν καταφέρνει να διαπρέψει. Θα τους περιμένω στη γωνία με την ελπίδα πως ο δεύτερος δίσκος τους θα προσφέρει όσα η τεχνική τους προϊδεάζει.
Δύναται πλέον να στεκόμαστε ένα στάδιο πριν την εμφάνιση ενός κύματος υπερπληθυσμού και εμφανίζεται η ανάγκη ξεδιαλύνσης τυποποιημένων "νεοavant-garde" σαχλοτήτων από μπάντες με δυνατότητες ή δισκογραφική παρουσία. Σε εγρήγορση.
Γιώργος Κ.
http://smohalla.free.fr
Οι Smohalla δεν παύουν να μου φέρνουν στο μυαλό είτε τους προπάτορές τους, είτε τους συνδυασμούς που γεννούν οι αναδεύσεις τους. Τινάζομαι από τους ρυθμούς των (εκφυλισμένη λέξη πλέον) πειραματικών Ulver και τις συμφωνικές Emperor αναφορές σε μία Arcturus προπαγάνδα. Τεχνικά, η προσοχή που δείχνουν στις απαιτήσεις των επιρροών είναι αρτιότατη, όμως το βάρος που δείχνουν σε αυτές τους στερεί την προσωπική διαφοροποίηση, με αποτέλεσμα στην πάλη της νοσταλγίας και του κορεσμού νικητής να αναδεικνύεται ο δεύτερος. Συνδυαστικά με την εικονογράφηση (εδώ τοποθετούμε τους Blut Aus Nord) σφαιρικά ο δίσκος αντανακλά αναφορές. Σαφώς θα αναγνωρίσω πως δεν κρύφτηκαν πίσω από το δάχτυλό τους και πως παρουσιάζεται συνθετική ωριμότητα, όμως στις αυξημένες απαιτήσεις της μαζικότητας, το Resilience δεν καταφέρνει να διαπρέψει. Θα τους περιμένω στη γωνία με την ελπίδα πως ο δεύτερος δίσκος τους θα προσφέρει όσα η τεχνική τους προϊδεάζει.
Δύναται πλέον να στεκόμαστε ένα στάδιο πριν την εμφάνιση ενός κύματος υπερπληθυσμού και εμφανίζεται η ανάγκη ξεδιαλύνσης τυποποιημένων "νεοavant-garde" σαχλοτήτων από μπάντες με δυνατότητες ή δισκογραφική παρουσία. Σε εγρήγορση.
Γιώργος Κ.
http://smohalla.free.fr
Τετάρτη 14 Δεκεμβρίου 2011
CONDEMNED (US) – Realms of the Ungodly (2011)
Η Unique Leader σε γενικές γραμμές δεν αστειεύεται, πρόκειται για
ταγμένο brutal death label με μπόλικες υπερδισκάρες και μπαντάρες στο
σακί της: αρχικές κυκλοφορίες των Disgorge, Deeds of Flesh, Psychroptic, Pyrexia, είναι απλά must, αλλά και στο πρόσφατο παρελθόν ακούσαμε σκληροτράχηλους Unmerciful, Internal Suffering, Inveracity
και κάπου χάσαμε τα δόντια μας. Εν ολίγοις οι τύποι είναι επιλεκτικοί,
σωστοί και όταν προωθούν νέα κυκλοφορία, εγώ τουλάχιστον είμαι πρόθυμος
να τσεκάρω.
Κάπως έτσι αποφάσισα να δώσω άλλη μια ευκαιρία στους Condemned, οι οποίοι με το “Desecrate the Vile” του 2007 δε μου είχαν κάνει καμία εντύπωση. Ο ξύλινος ήχος και τα απαράδεκτα ουι-ουι-μπρι-μπριιιι κατευθείαν απ' τη λεκάνη του καμπινέ δε μου είχαν φανεί και πολύ δελεαστικά! Περασμένα ξεχασμένα όμως, γιατί η μπάντα άλλαξε πορεία. Το “Realms of the Ungodly” αφήνει πίσω του το “gore χωρίς όρια” του παρελθόντος και ανοίγει νέους δρόμους, πιο ανήλιαγους και μοχθηρούς.
Τα νέα κομμάτια ακούγονται πολύ πιο ψαγμένα ως προς την ενορχήστρωση, με πολλαπλά layers κιθάρας να γεμίζουν τα ηχεία, είτε μιλάμε για μπουκωμένα περάσματα είτε για ανοίγματα με ξύσιμο και συγχορδίες. Τα leads είναι περιορισμένα, απ' την άλλη όμως η δομή έχει εμπλουτιστεί με φοβερά αργόσυρτα μέρη, λασπώδη και βρωμερά, που είναι και το clue αυτού του δίσκου.
Όλα τα παραπάνω συνδυάζονται με ένα καταιγιστικό drumming, που “χρωματίζει” ανάλογα τα riffs και με guttural φωνητικά, που αυτή τη φορά έχουν σαφώς πιο κατάλληλη παραγωγή και αν μη τη άλλο μπορείς να καταλάβεις ότι αρθρώνουν πραγματικούς στίχους. Μιλώντας για στίχους, η νέα θεματολογία περί αρχέγονων δοξασιών/τελετουργικών και όλα τα σχετικά, κολλάει γάντι με το νέο πρόσωπο του συγκροτήματος και μπορώ να πω ότι μια ανάγνωση των τίτλων σε συνδυασμό με το ατμοσφαιρικό εξώφυλλο σε βάζουν κατευθείαν στο κλίμα.
Στο σύνολό του κτηνώδες και μοχθηρό, το “Realms of the Ungodly” έρχεται να βάλει πολλά πράγματα στη θέση τους, σχετικά με το πως πρέπει να ακούγεται ένας αληθινός brutal death metal δίσκος. Οι πύλες είναι ανοιχτές, μπουκάρουμε τώρα!
Γεράσιμος Β.
http://www.myspace.com/condemnedmetal
http://www.uniqueleader.com/
Κάπως έτσι αποφάσισα να δώσω άλλη μια ευκαιρία στους Condemned, οι οποίοι με το “Desecrate the Vile” του 2007 δε μου είχαν κάνει καμία εντύπωση. Ο ξύλινος ήχος και τα απαράδεκτα ουι-ουι-μπρι-μπριιιι κατευθείαν απ' τη λεκάνη του καμπινέ δε μου είχαν φανεί και πολύ δελεαστικά! Περασμένα ξεχασμένα όμως, γιατί η μπάντα άλλαξε πορεία. Το “Realms of the Ungodly” αφήνει πίσω του το “gore χωρίς όρια” του παρελθόντος και ανοίγει νέους δρόμους, πιο ανήλιαγους και μοχθηρούς.
Τα νέα κομμάτια ακούγονται πολύ πιο ψαγμένα ως προς την ενορχήστρωση, με πολλαπλά layers κιθάρας να γεμίζουν τα ηχεία, είτε μιλάμε για μπουκωμένα περάσματα είτε για ανοίγματα με ξύσιμο και συγχορδίες. Τα leads είναι περιορισμένα, απ' την άλλη όμως η δομή έχει εμπλουτιστεί με φοβερά αργόσυρτα μέρη, λασπώδη και βρωμερά, που είναι και το clue αυτού του δίσκου.
Όλα τα παραπάνω συνδυάζονται με ένα καταιγιστικό drumming, που “χρωματίζει” ανάλογα τα riffs και με guttural φωνητικά, που αυτή τη φορά έχουν σαφώς πιο κατάλληλη παραγωγή και αν μη τη άλλο μπορείς να καταλάβεις ότι αρθρώνουν πραγματικούς στίχους. Μιλώντας για στίχους, η νέα θεματολογία περί αρχέγονων δοξασιών/τελετουργικών και όλα τα σχετικά, κολλάει γάντι με το νέο πρόσωπο του συγκροτήματος και μπορώ να πω ότι μια ανάγνωση των τίτλων σε συνδυασμό με το ατμοσφαιρικό εξώφυλλο σε βάζουν κατευθείαν στο κλίμα.
Στο σύνολό του κτηνώδες και μοχθηρό, το “Realms of the Ungodly” έρχεται να βάλει πολλά πράγματα στη θέση τους, σχετικά με το πως πρέπει να ακούγεται ένας αληθινός brutal death metal δίσκος. Οι πύλες είναι ανοιχτές, μπουκάρουμε τώρα!
Γεράσιμος Β.
http://www.myspace.com/condemnedmetal
http://www.uniqueleader.com/
TOXIC HOLOCAUST (US) - Conjure and Command (2011)
To ''An Overdose of Death....'' του '08 είναι το καλύτερο μέχρι τότε
album των Τoxic Holocaust. Nτάξει, πριν αρχίσετε να κράζετε οι evil
retro-thrashers που παρακολουθείτε το zine, μπορώ να πω πως ακόμα κι
εμένα, που δεν μ'αρέσει όταν μια μπάντα καθαρίζει τον ήχο της,
προσλαμβάνει γραφίστα για το εξώφυλλο, πάει στην Relapse κτλ εδώ τα
δεδομένα αλλάζουν. Οταν ο Joel Grind (σαν να λέμε Μάκης Μυαλοπολτίδης)
φέρνει τον drummer των Zeke, καθώς και τον Jack Endino (ε; ) στην παραγωγή, βγάζοντας ένα album-ακι που ακούγεται σαν τους Onslaught του "Power From Hell" να γαμούν τους πρώιμους Sodom & Celtic Frost,
τότε έχουμε cause for celebration. Τώρα θα μου πει κανείς, νοείται
τέτοιο πράγμα με ''καλή'' παραγωγή; Ναι ρε φλώροι, ο τύπος είναι true,
είναι σαν να χει βγει απο βιντεοκασέτα των '80s με τίτλο ''Ο σατανάς
στην ντισκοτέκ''. Άτομο δηλάδη που πήγε και κυκλοφόρησε δίσκο με τον
Barbatos, τι ψάχνετε τώρα; Και να που λίγα χρόνια μετά βαρέθηκε να
παίζει τα μισά όργανα και κάνει τους Toxic Holocaust κανονική μπάντα και βγάζει νέο δίσκο που φέρει τίτλο "Conjure and Command". Γαμάει ή θα πέσουν σκατά στα κεφάλια μας;
Το θέμα με τους Toxic Holocaust είναι πως ενώ έχουμε ακούσει περίπου πεντακόσιες φορές τα ίδια riff με μικροπαραλλαγές, καταφέρνουν να σου βγάλουν μια ωραία obscuro-γηπεδίλα που λείπει αρκετά απ'το αναβιωτικό thrash κίνημα. Γιατί κακά τα ψέμματα ο μέσος thrasher σήμερα αν θέλει εναλλακτικές για κάθε τι Bay Area, θα βρει. Τι κάνεις όμως όταν προσκυνάς το πρώτο Bathory; Μάλλον τον πίνεις. Εντάξει δεν λέω πως έβγαλαν κάτι παρεμφερές αλλά κινούνται μάλλον σε πιο συγγεννικούς με αυτό, δρόμους πάρα με το μέσο crossover/thrash album που θα βγει σήμερα. Και το καταφέρνουν χώνοντας μέσα γενναίες δόσεις crust καθώς και μια τζούρα από (πολύ πολύ) πρώιμη μαυρομεταλλική ριφφολογία. Eντωμεταξύ πηγαίνετε ακούστε το "Splatter Punx on Acid" των Black Uniforms (δείτε και τα μαλλιά τους εφόσον το κάνετε) και πείτε μου αν δεν βρείτε κοινά σημεία στο γενικότερο χυμαδιό. Οι Toxic Holocaust έχουν υιοθετήσει αυτήν ακριβώς την χρυσή τομή του πρώιμου ακραίου ήχου, μια μεγάλη αλλαξοκωλιά punk & metal. Kάτι σαν τους Repulsion ρε παιδί μου αλλά χωρίς τα blastbeats (τι λέω τώρα) και με σεβαστές δόσεις ΣΑΤΑΝΑ. Τέσπα τι έλεγα, α ναι, για το νέο album. Εδώ τα πράγματα έχουν πέσει λιγάκι στον τομέα ''λύσσα κακιά, ψόφος'' και τολμώ να πω πως υπάρχει μια έντονη heavymetal-ική αύρα μαζί με μια προσπάθεια για περαιτέρω ποικιλομορφία. Νιώθω πως το νέο υλικό είναι πιο ''τεχνικό'' (όχι δεν πάνε να παίξουν σαν Vektor, μην τρομάζετε) και έχει πέσει λίγο μεγαλύτερη δουλειά στα τραγούδια απ'ότι παλιότερα. Και εντάξει όποιος πήρε χαμπάρι τι name dropping έπεσε για να περιγράψουμε τι παίζουν θα γνωρίζει πως οι λέξεις ''τεχνική'' & ''κιθαριστική δουλειά'' είναι απόλυτοι εχθροί, απλά για να κάτσεις να εξηγείς τις μικροδιαφορές από δίσκο σε δίσκο για τούτους εδώ, τις βάζεις σε εισαγωγικά και όποιος πιάσει το vibe, το έπιασε. Σε γενικές γραμμές υπάρχουν κάποιοι κράχτες ("Nowhere to Run Revelations", "Judgment Awaits You", "Sound the Charge|) και κάποια τίμια αλλά υποδεέστερα τραγούδια (δείτε ότι ανέφερα και αφαιρέστε αυτά που θα αναφέρω). Το album αυτήν την φορά αναπνέει συγκριτικά με τα προηγούμενα και αυτό διότι στις στρατηγικές θέσεις 4,6,8 έχουμε πέσιμο των τόνων και γενικά βάλτος. Εμένα αυτό το πράγμα δεν μου αρέσει με την εξαίρεση του "Red Winter" που είναι ένα πολεμικό μεταλλικό crust αριστούργημα. Δηλαδή το "I Am Disease" είναι βαρετό doom metal (ωχ ωχ) και το "The Liars Are Burning" black'n'roll της καραπουτσακλάρας. Δεν έχω ιδέα γιατί πέσανε τα αισθητικά κριτήρια σ'αυτά εδώ όταν όλο το υπόλοιπο υλικό απλά σκοτώνει, αλλά έτσι είναι. Δεν γαμείς...
Λοιπόν το "Conjure..." μπορεί να μην έφτασε το προηγούμενο, αλλά είναι ότι καλύτερο μετά απ'αυτό και μοιάζει για λογικό βήμα. Είναι ένας ημι-σημαντικός δίσκος για το σημερινό thrash με την σαβούρα που ξανάρχισε να μαζεύεται και μακάρι να βρει κανέναν άξιο μιμητή για να ξελασπώσει λίγο η φάση. Φέρτε τους για live.
Κώστας Χ.
http://www.myspace.com/toxicholocaust
http://www.relapse.com/
Το θέμα με τους Toxic Holocaust είναι πως ενώ έχουμε ακούσει περίπου πεντακόσιες φορές τα ίδια riff με μικροπαραλλαγές, καταφέρνουν να σου βγάλουν μια ωραία obscuro-γηπεδίλα που λείπει αρκετά απ'το αναβιωτικό thrash κίνημα. Γιατί κακά τα ψέμματα ο μέσος thrasher σήμερα αν θέλει εναλλακτικές για κάθε τι Bay Area, θα βρει. Τι κάνεις όμως όταν προσκυνάς το πρώτο Bathory; Μάλλον τον πίνεις. Εντάξει δεν λέω πως έβγαλαν κάτι παρεμφερές αλλά κινούνται μάλλον σε πιο συγγεννικούς με αυτό, δρόμους πάρα με το μέσο crossover/thrash album που θα βγει σήμερα. Και το καταφέρνουν χώνοντας μέσα γενναίες δόσεις crust καθώς και μια τζούρα από (πολύ πολύ) πρώιμη μαυρομεταλλική ριφφολογία. Eντωμεταξύ πηγαίνετε ακούστε το "Splatter Punx on Acid" των Black Uniforms (δείτε και τα μαλλιά τους εφόσον το κάνετε) και πείτε μου αν δεν βρείτε κοινά σημεία στο γενικότερο χυμαδιό. Οι Toxic Holocaust έχουν υιοθετήσει αυτήν ακριβώς την χρυσή τομή του πρώιμου ακραίου ήχου, μια μεγάλη αλλαξοκωλιά punk & metal. Kάτι σαν τους Repulsion ρε παιδί μου αλλά χωρίς τα blastbeats (τι λέω τώρα) και με σεβαστές δόσεις ΣΑΤΑΝΑ. Τέσπα τι έλεγα, α ναι, για το νέο album. Εδώ τα πράγματα έχουν πέσει λιγάκι στον τομέα ''λύσσα κακιά, ψόφος'' και τολμώ να πω πως υπάρχει μια έντονη heavymetal-ική αύρα μαζί με μια προσπάθεια για περαιτέρω ποικιλομορφία. Νιώθω πως το νέο υλικό είναι πιο ''τεχνικό'' (όχι δεν πάνε να παίξουν σαν Vektor, μην τρομάζετε) και έχει πέσει λίγο μεγαλύτερη δουλειά στα τραγούδια απ'ότι παλιότερα. Και εντάξει όποιος πήρε χαμπάρι τι name dropping έπεσε για να περιγράψουμε τι παίζουν θα γνωρίζει πως οι λέξεις ''τεχνική'' & ''κιθαριστική δουλειά'' είναι απόλυτοι εχθροί, απλά για να κάτσεις να εξηγείς τις μικροδιαφορές από δίσκο σε δίσκο για τούτους εδώ, τις βάζεις σε εισαγωγικά και όποιος πιάσει το vibe, το έπιασε. Σε γενικές γραμμές υπάρχουν κάποιοι κράχτες ("Nowhere to Run Revelations", "Judgment Awaits You", "Sound the Charge|) και κάποια τίμια αλλά υποδεέστερα τραγούδια (δείτε ότι ανέφερα και αφαιρέστε αυτά που θα αναφέρω). Το album αυτήν την φορά αναπνέει συγκριτικά με τα προηγούμενα και αυτό διότι στις στρατηγικές θέσεις 4,6,8 έχουμε πέσιμο των τόνων και γενικά βάλτος. Εμένα αυτό το πράγμα δεν μου αρέσει με την εξαίρεση του "Red Winter" που είναι ένα πολεμικό μεταλλικό crust αριστούργημα. Δηλαδή το "I Am Disease" είναι βαρετό doom metal (ωχ ωχ) και το "The Liars Are Burning" black'n'roll της καραπουτσακλάρας. Δεν έχω ιδέα γιατί πέσανε τα αισθητικά κριτήρια σ'αυτά εδώ όταν όλο το υπόλοιπο υλικό απλά σκοτώνει, αλλά έτσι είναι. Δεν γαμείς...
Λοιπόν το "Conjure..." μπορεί να μην έφτασε το προηγούμενο, αλλά είναι ότι καλύτερο μετά απ'αυτό και μοιάζει για λογικό βήμα. Είναι ένας ημι-σημαντικός δίσκος για το σημερινό thrash με την σαβούρα που ξανάρχισε να μαζεύεται και μακάρι να βρει κανέναν άξιο μιμητή για να ξελασπώσει λίγο η φάση. Φέρτε τους για live.
Κώστας Χ.
http://www.myspace.com/toxicholocaust
http://www.relapse.com/
Δευτέρα 12 Δεκεμβρίου 2011
Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2011
Συνέντευξη: TARDIVE DYSKINESIA
Μπορεί οι μισοί από μας να μην ξέρουμε τη διαφορά ανάμεσα στα
7/8 και τα 3/4, αλλά εδώ και πέντε-έξι χρόνια όποτε σκάμε σε live των
Tardive Dyskinesia κουνάμε το κεφάλι μας στον ρυθμό τους and we just
don't care. Δύο χρόνια μετά το δυνατό “The Sea Of See Through Skins”,
ψυχανεμιστήκαμε τα τελειώματα του επερχόμενου τρίτου τους δίσκου και
τους ζητάμε και τον λογαριασμό. Δείτε τι μας είπαν...
Δευτέρα 28 Νοεμβρίου 2011
ULVER @ Fuzz Club, Αθήνα - - 26/11/2011
Αν προσπαθούσε κάποιος να με πείσει για το χθεσινοβραδινό φιάσκο μετά
την πρώτη εμπειρία στο προηγούμενό τους show, δεν είμαι πολύ σίγουρος
πως θα κατάφερνε να μου περάσει ούτε στο μισό το πραγματικό μέγεθος της
κατάστασης. Αυτό κυρίως γιατί στο πίσω μέρος του μυαλού μου δεν θα
χωρούσε αρνητική εκδοχή ενός live των Ulver. Αυτού του τότε μεγαθήριου
που μετά από χρόνια ύπαρξης και πολλών αψεγάδιαστων κυκλοφοριών
αποφασίζει να σαρώσει συναυλιακές σκηνές και φεστιβάλ με τρομερή
επιτυχία. Από που γίνεται να ξεκινήσω έτσι ώστε να μην δείχνω ξινός ή
σπασμένος ή προμελετημένα πολέμιος τους; Από τη σύγκριση με το
προηγούμενο τους show, μία από τις δυνατότερες και πιο συγκινητικές
συναυλιακές μου εμπειρίες; Από το ότι έχοντας ένα κακό τελευταίο δίσκο
στον οποίο βασιζόταν το setlist (δικαιολογημένα) και πλην ευρώ στο
πορτοφόλι μου έσπασα και κατρακύλησα μέχρι το Fuzz; Από το ότι δεν έχω
ηρεμήσει από χθες και νιώθω πως ένα ακόμα μεγάλο κεφάλαιο της ζωής μου
κλείνει;
Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011
ZWEIZZ & JOEY HOPKINS - Zweizz & Joey Hopkins (2011)
Εμμένοντας στην “συμπαθέστατος χοντρούλης με μπλακ μέταλ ιστορία”
θεματική μου, καταπιάστηκα με το τελευταίο δίσκο του εμβληματικού στο
χώρο του Svein Egil Hatlevik (Zweizz) με τον – άδοξα – εκκλιπόντα Joey
Hopkins, σε μια συνεργασία που περιμέναμε καιρό η αλήθεια είναι. Έχοντας
βαρεθεί να ακούω το "Bimbo Rimjob" από το myspace του και έχοντας
γλυκαθεί από το εξαιρετικό δείγμα δουλειάς του στους Stagnant Waters,
ανέπτυξα μια τρομερή ανυπομονησία για το αποτέλεσμα της νέας
συνεργασίας, που φάνταζε το λιγότερο υποσχόμενο. Τα δυσάρεστα νέα του
θανάτου του Joey Hopkins και η απόφασή του Zweizz να αναπτύξει μόνος του
το υλικό που είχαν ηχογραφήσει έως τότε, άλλαξαν βίαια τα σχέδια για
την κυκλοφορία – και μας δίνει και το δικαίωμα να αντιμετωπίσουμε το
δίσκο με νέο επίκεντρο τον Zweizz.
Και ναι, το αποτέλεσμα παρ'όλο που συγκεντρώνει ηχητικά στοιχεία τόσο από την σόλο δουλειά του Zweizz όσο και του Joey Hopkins ως Midget Factory (που γνωρίζω μόνο μέσα από τη συμμετοχή του σε εκείνο το tribute στους Ulver), υποδηλώνοντας μια χαμμένη ευκαιρία για μια μοναδική συνεργασία, η συνολική “αλλοφροσύνη” και παιχνιδιάρικα “kitsch” αισθητική που διακατέχει τον δίσκο φέρει την γουρουνίσια βρωμιά του Hatlevik. Όχι πως κυριαρχεί στο υλικό, ίσα ίσα, τα περισσότερα σημεία χαρακτηρίζονται από μια ηλεκτρονική ευαισθησία και την νεορομαντική διάθεση του Joey Hopkins (οι γλυκείς ήχοι του "Eternal Puberty", η χαλαρή διάθεση του "How We Ate The Flesh", το αισθαντικό φινάλε του δίσκου). Απλώς κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα αποφύγεις, και είτε τα lo fi πειραγμένα beats του "Bimor Bibmoj", είτε οι φρενήρεις 8bit μελωδίες και ρυθμοί του "Porcelain Dolls in the Bath" βάφουν τον δίσκο στο γνώριμο μαυρορόζ.
Πέρα από τις απόπειρες μου ανασύνταξης του παζλ της συνεργασίας τους, ο δίσκος καταφέρνει να είναι τελικά όσο ετερόκλητος, πειραματικός, μελωδικός και θορυβώδης θέλει. Κινούμενος ευέλικτα από το lo-fi IDM και glitch στην ambient κι αυτήν την γαμημένα απροσδιόριστη Νορβηγική ευαισθησία της avant garde φάρας τους (την οποία παρεμπιπτόντως και συγκεντρώνει σε μορφή guest εμφανίσεων, τσεκάρετε τα credits του δίσκου), ο δίσκος ακούγεται πολυσυλλεκτικός αλλά ταυτόχρονα συνεκτικός, πιστός στην ιδιαίτερη αισθητική των συντελεστών του. Είτε μισείτε είτε αγαπάτε την γλυκούλα γουρουνομούρη του Zweizz, της σόλο του δουλειάς ή γενικότερα του νέου “περίεργου” ηλεκτρονικού ήχου, μην προσπεράσετε.
Δημήτριος Γ.
Και ναι, το αποτέλεσμα παρ'όλο που συγκεντρώνει ηχητικά στοιχεία τόσο από την σόλο δουλειά του Zweizz όσο και του Joey Hopkins ως Midget Factory (που γνωρίζω μόνο μέσα από τη συμμετοχή του σε εκείνο το tribute στους Ulver), υποδηλώνοντας μια χαμμένη ευκαιρία για μια μοναδική συνεργασία, η συνολική “αλλοφροσύνη” και παιχνιδιάρικα “kitsch” αισθητική που διακατέχει τον δίσκο φέρει την γουρουνίσια βρωμιά του Hatlevik. Όχι πως κυριαρχεί στο υλικό, ίσα ίσα, τα περισσότερα σημεία χαρακτηρίζονται από μια ηλεκτρονική ευαισθησία και την νεορομαντική διάθεση του Joey Hopkins (οι γλυκείς ήχοι του "Eternal Puberty", η χαλαρή διάθεση του "How We Ate The Flesh", το αισθαντικό φινάλε του δίσκου). Απλώς κάποια πράγματα δεν μπορείς να τα αποφύγεις, και είτε τα lo fi πειραγμένα beats του "Bimor Bibmoj", είτε οι φρενήρεις 8bit μελωδίες και ρυθμοί του "Porcelain Dolls in the Bath" βάφουν τον δίσκο στο γνώριμο μαυρορόζ.
Πέρα από τις απόπειρες μου ανασύνταξης του παζλ της συνεργασίας τους, ο δίσκος καταφέρνει να είναι τελικά όσο ετερόκλητος, πειραματικός, μελωδικός και θορυβώδης θέλει. Κινούμενος ευέλικτα από το lo-fi IDM και glitch στην ambient κι αυτήν την γαμημένα απροσδιόριστη Νορβηγική ευαισθησία της avant garde φάρας τους (την οποία παρεμπιπτόντως και συγκεντρώνει σε μορφή guest εμφανίσεων, τσεκάρετε τα credits του δίσκου), ο δίσκος ακούγεται πολυσυλλεκτικός αλλά ταυτόχρονα συνεκτικός, πιστός στην ιδιαίτερη αισθητική των συντελεστών του. Είτε μισείτε είτε αγαπάτε την γλυκούλα γουρουνομούρη του Zweizz, της σόλο του δουλειάς ή γενικότερα του νέου “περίεργου” ηλεκτρονικού ήχου, μην προσπεράσετε.
Δημήτριος Γ.
http://www.myspace.com/zweizzmusick
http://www.myspace.com/joeyhopkinssmidgetfactory
THE CIRCLE ENDS HERE (Ita) - Where Time Leaves The Rest (2011)
Είναι μερικές φορές που πέφτεις πάνω σε μικρές εκπλήξεις. Οι Ιταλοί, που
κάνουν για πρώτη φορά την εμφάνιση τους στο μουσικό στερέωμα με την ep
κυκλοφορία “Where Time Leaves The Rest”, αποτελούν με την σειρά τους μια
απρόσμενη έκπληξη στον χώρο της post-metal/postcore σκηνής.
Ουσιαστικά
μιλάμε για φρέσκο πράμα σπαρταριστό. Χωρίς demo και τα σχετικά μα
παραδίδουν έναν πρώτης τάξεως δίσκο με επιρροές κυρίως από Rosetta και Mouth Of The Architect έως τους αρχέγονους Tides.
Ο ήχος είναι αρκετά προσεγμένος και για πρώτη προσπάθεια θα τον έλεγε
κανείς αξιοπρεπέστατο. Οι καλές ιδέες βρίσκονται σε πολλά σημεία της
κυκλοφορίας. Όχι ξεκρέμαστες αλλά συμπαγείς, καταλήγοντας σε
ομογενοποιημένες συνθέσεις που δεν αφήνουν κενά και αδιάφορα μέτρα. Η
μόνη αρνητική υποψία είναι τα φωνητικά που αγγίζουν ορισμένες φορές τα
επίπεδα του screamο, γεγονός πραγματικά δυσάρεστο. Τα φωνητικά του
Johnny Lonack θυμίζουν αρκετά αυτά του Andreas Dörner από τους Caliban.
Από
τις καλύτερες στιγμές του ep είναι το “Annihilation Of Entire Cities”,
που αν το επόμενο βήμα δομηθεί πάνω σε αυτό οι προοπτικές φαντάζουν
ιδανικές για τους The Circle Ends Here. Οψόμεθα! Έως τότε ρίχνουμε μια δεύτερη ακρόαση και το συστήνουμε δίχως φόβο και πάθος.
Νίκος Ζ.
www.myspace.com/thecircleendshere
www.facebook.com/thecircleendshere
http://thecircleendshere.bandcamp.com
Τρίτη 15 Νοεμβρίου 2011
KAUAN (Rus) – Kuu… (2011)
Οι Kauan μας έρχονται από το μακρινό (στα όρια με
Καζακστάν) Τσελιάμπινσκ της Ρωσίας και παρότι μέχρι πριν από λίγες
βδομάδες το όνομά τους δεν μου έλεγε απολύτως τίποτα, σιγά σιγά
ανακαλύπτω πόσο μεγάλο λάθος ήταν αυτή η άγνοιά μου. Η μπάντα ξεκίνησε
από τον Anton Belov το 2005 ο οποίος ουσιαστικά είναι ο κύριος
δημιουργός όλων των συνθέσεων. Βέβαια, το πώς ακούγονται σήμερα οι Kauan
δεν έχει καμία σχέση με το πώς ακούγονταν στους πρώτους δύο δίσκους
“Lumikuuro” και “Tietäjän laulu” όπου οι επιρροές ήταν κυρίως My Dying Bride και πρώιμοι Katatonia.
Από το 2009 και με την κυκλοφορία του “Aava tuulen maa” η στροφή ήταν
ολοκληρωτική. Έθαψαν την black πλευρά τους μαζί με κάθε τι ηλεκτρικό,
και στράφηκαν σε ακουστικά όργανα κρατώντας πάντα σταθερό τον folk
προσανατολισμό τους.
Με τον τέταρτο αυτόν δίσκο “Kuu…” ο μόλις 22 χρονών Anton, ξεπερνάει τα όρια που έθεσε στον “Aava tuulen maa”, αφήνοντας πίσω τα synth και το drum machine, χρησιμοποιώντας μια πληθώρα από guest μουσικούς σε ακουστικά κυρίως όργανα, καταφέρνοντας να βγάλει ένα θαυμάσιο ηχητικό αποτέλεσμα. Η παρουσία των στίχων, οι οποίοι είναι για ένα παράδοξο λόγο στα φιλανδικά, χάνουν τον άλλοτε πρωταγωνιστικό τους ρόλο δίνοντας μεγαλύτερο χώρο στην μουσική. Το όλο εγχείρημα του ντουέτου που αποτελούν τους Kauan, στους τελευταίους δύο δίσκους, συγγενεύει κατά πολύ με τον ήχο των Tenhi. Παρατηρούμε την ίδια μοναχικότητα που εκπέμπουν οι συνθέσεις. Όπως και οι Φιλανδοί έτσι και ο Anton καταφεύγει στα πλήκτρα και κυρίως στην μαγεία, την γλυκύτητα και την επιβλητικότητα του πιάνου, που σε συνδυασμό με τις μελαγχολικές νότες της βιολονίστα Lubov Mushnikova μετατρέπουν τον ήδη σκοτεινό ουρανό της χώρας τους σε πιο μαύρο. Αυτό όμως που κάνει τον ήχο τους τόσο ιδιαίτερο είναι η αίσθηση που αποκομίζει ο ακροατής για το πόσο εύθραυστο είναι το δημιούργημά τους και κατ’ επέκταση πόσο επισφαλής είναι όχι μόνο η ζωή αλλά ο κόσμος ολόκληρος.
Συνεχίζοντας πάνω στα ίδια βήματα του εξαιρετικού “Aava tuulen maa”, ο “Kuu…” δείχνει πιο εσωστρεφής, πιο ατμοσφαιρικός, εκφράζοντας έτσι κάτι πιο προσωπικό για τους δύο συνθέτες. Κατά τόπους αρκούντως κινηματογραφικό, προσφέρει την τέλεια ηχητική υπόκρουση για τις δικές μας σκοτεινές βραδιές του επικείμενου χειμώνα.
Νίκος Ζ.
www.myspace.com/kauanmusic
www.mikseri.net/artists/?id=56273
www.avantgardemusic.com
Με τον τέταρτο αυτόν δίσκο “Kuu…” ο μόλις 22 χρονών Anton, ξεπερνάει τα όρια που έθεσε στον “Aava tuulen maa”, αφήνοντας πίσω τα synth και το drum machine, χρησιμοποιώντας μια πληθώρα από guest μουσικούς σε ακουστικά κυρίως όργανα, καταφέρνοντας να βγάλει ένα θαυμάσιο ηχητικό αποτέλεσμα. Η παρουσία των στίχων, οι οποίοι είναι για ένα παράδοξο λόγο στα φιλανδικά, χάνουν τον άλλοτε πρωταγωνιστικό τους ρόλο δίνοντας μεγαλύτερο χώρο στην μουσική. Το όλο εγχείρημα του ντουέτου που αποτελούν τους Kauan, στους τελευταίους δύο δίσκους, συγγενεύει κατά πολύ με τον ήχο των Tenhi. Παρατηρούμε την ίδια μοναχικότητα που εκπέμπουν οι συνθέσεις. Όπως και οι Φιλανδοί έτσι και ο Anton καταφεύγει στα πλήκτρα και κυρίως στην μαγεία, την γλυκύτητα και την επιβλητικότητα του πιάνου, που σε συνδυασμό με τις μελαγχολικές νότες της βιολονίστα Lubov Mushnikova μετατρέπουν τον ήδη σκοτεινό ουρανό της χώρας τους σε πιο μαύρο. Αυτό όμως που κάνει τον ήχο τους τόσο ιδιαίτερο είναι η αίσθηση που αποκομίζει ο ακροατής για το πόσο εύθραυστο είναι το δημιούργημά τους και κατ’ επέκταση πόσο επισφαλής είναι όχι μόνο η ζωή αλλά ο κόσμος ολόκληρος.
Συνεχίζοντας πάνω στα ίδια βήματα του εξαιρετικού “Aava tuulen maa”, ο “Kuu…” δείχνει πιο εσωστρεφής, πιο ατμοσφαιρικός, εκφράζοντας έτσι κάτι πιο προσωπικό για τους δύο συνθέτες. Κατά τόπους αρκούντως κινηματογραφικό, προσφέρει την τέλεια ηχητική υπόκρουση για τις δικές μας σκοτεινές βραδιές του επικείμενου χειμώνα.
Νίκος Ζ.
www.myspace.com/kauanmusic
www.mikseri.net/artists/?id=56273
www.avantgardemusic.com
LES DISCRETS (Fra) /ARCTIC PLATEAU (Ita) – Le movement perpetual/Music’s like (2011)
Προσπερνάμε γρήγορα το εξώφυλλο.
Στον κόσμο των κίτρινων ντοσιέ, που εδώ και μερικά χρόνια επιτελεί το ρόλο της πάλαι ποτέ δισκοθήκης μας, οι Les discrets αναπαύονται στο φάκελο του black metal. Στην πραγματικότητα όμως, δεν είχαν ποτέ σχέση με το εν λόγω είδος πέρα από το γνωστό split με τους Alcest, που ευθύνεται άλλωστε και γι’αυτήν την αυθαιρεσία.
Στο ‘’Mouvement perpetuel’’ οι Γάλλοι, μας παρουσιάζουν δύο κομμάτια μινιμαλιστικής απλοϊκότητας, αρκετά διαφορετικά θα λέγαμε από τα μέχρι τώρα δεδομένα τους. Το ομώνυμο ‘’Le mouvement perpetuel’’ θα μπορούσε άνετα να αποτελέσει το ηχητικό θέμα σε μια ταινία -κατά προτίμηση- του γαλλικού κέντρου κινηματογράφου, ενώ το ‘’The persuaders’’ επικουρεί καταπληκτικά τον πρωταγωνιστή.
Οι Arctic plateau από την άλλη, θαμώνες ασφαλέστερων πενταγράμμων, παίζουν με το shoegaze και το post rock, ενώ στο ομώνυμο ‘’Music’s like…’’ Anathema-τίζουν επικίνδυνα.
Συμπαθητικό, γαλλo-ιταλικό soundtrack, για έναν ελληνικό χειμώνα που ποτέ δεν είναι στην ώρα του.
www.lesdiscrets.com
www.arcticplateau.com
www.sound-cave.com
Αντώνης Δ.
Στον κόσμο των κίτρινων ντοσιέ, που εδώ και μερικά χρόνια επιτελεί το ρόλο της πάλαι ποτέ δισκοθήκης μας, οι Les discrets αναπαύονται στο φάκελο του black metal. Στην πραγματικότητα όμως, δεν είχαν ποτέ σχέση με το εν λόγω είδος πέρα από το γνωστό split με τους Alcest, που ευθύνεται άλλωστε και γι’αυτήν την αυθαιρεσία.
Στο ‘’Mouvement perpetuel’’ οι Γάλλοι, μας παρουσιάζουν δύο κομμάτια μινιμαλιστικής απλοϊκότητας, αρκετά διαφορετικά θα λέγαμε από τα μέχρι τώρα δεδομένα τους. Το ομώνυμο ‘’Le mouvement perpetuel’’ θα μπορούσε άνετα να αποτελέσει το ηχητικό θέμα σε μια ταινία -κατά προτίμηση- του γαλλικού κέντρου κινηματογράφου, ενώ το ‘’The persuaders’’ επικουρεί καταπληκτικά τον πρωταγωνιστή.
Οι Arctic plateau από την άλλη, θαμώνες ασφαλέστερων πενταγράμμων, παίζουν με το shoegaze και το post rock, ενώ στο ομώνυμο ‘’Music’s like…’’ Anathema-τίζουν επικίνδυνα.
Συμπαθητικό, γαλλo-ιταλικό soundtrack, για έναν ελληνικό χειμώνα που ποτέ δεν είναι στην ώρα του.
www.lesdiscrets.com
www.arcticplateau.com
www.sound-cave.com
Αντώνης Δ.
TODAY IS THE DAY (US) – Pain Is A Warning (2011)
Από τις καταβολές του metal δημιουργήθηκε ένα είδος στο οποίο ανήκουν
μπάντες οι οποίες δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους και ταυτόχρονα δεν
έχουν καμιά σχέση με κανένα από τα άλλα υπάρχοντα είδη. Οι Today Is The Day
φαντάζομαι ότι μετά την εικοσαετή παρουσία τους στον χώρο, κατέχουν μια
σεβαστή θέση ανάμεσα τους. O ένατος δίσκος “Pain Is A Warning” ως
γνήσιο τέκνο του Steve Austin, ιδρυτικού μέλους και μοναδικό σταθερό από
την αρχική σύνθεση της μπάντας, δεν μπορεί παρά να ακολουθεί τα χνάρια
των προγόνων του.
Σε αυτή την κυκλοφορία πάμε ένα βήμα πιο πέρα από ότι γνωρίζαμε έως τώρα για την μπάντα μιας και στον “Pain Is A Warning” συναντάμε μουσικούς κόσμους όπου συνήθιζαν να βρίσκονται χωριστά. Τα ρυθμικά κομμάτια, οι εξωπραγματικές κραυγές του Austin, οι μανιασμένες κιθάρες και το ογκωδέστατο μπάσο περιπλέκονται με μια πιο punk/rock κατεύθυνση που ίσως δυσαρεστήσει το κοινό. Με το δίκιο τους, καθώς το δίχως έλεος “Kiss The Pig” και τα πιο άγρια μέρη του “The Axis Of Eden” φαίνεται προς το παρόν πως πάνε περίπατο ή στην καλύτερη συγκεράζονται με πιο ήπιους ρυθμούς και ξεκάθαρες συνθετικές γραμμές. Σαν σύνολο ο “Pain Is A Warning” είναι ένας περίεργος δίσκος. Με αρχιμάστορα τον Steve Austin να δημιουργεί τόνους οργής, αφήνει τους Ryan Jones και Curran Reynolds (μπάσο και τύμπανα) σε δεύτερη μοίρα κάνοντας ξεκάθαρο ποιος κρατάει το τιμόνι αυτού του κατάμαυρου καραβιού όλα αυτά τα χρόνια.
Ο πήχης εξακολουθεί να βρίσκεται στο ίδιο σημείο, μιας και το πάζλ από metal, grindcore, punk, ψυχεδέλεια και progressive rock είναι καλά συμπληρωμένο. Δυνατό κράμα, που φαίνεται πως δεν είναι δουλειά του ποδαριού. Αποκορύφωμα της οργιώδης φύσης του δίσκου είναι τα “Expectations Exceed Reality”, “Death Curse” και “Wheelin”, ενώ σε πιο χαμηλούς ρυθμούς αλλά εξίσου ενδιαφέροντα έχουμε τα "Remember to Forget” και “Pain is a Warning”.
O Austin παρουσιάζει έναν από τους πιο βατούς δίσκους που έχει γράψει έως σήμερα με τους Today Is The Day, ελπίζω όχι για εμπορικούς λόγους. Άλλωστε είναι κάτι που ποτέ δεν χαρακτήριζε ούτε τον ίδιο ούτε τις δημιουργίες του, που από το “Supernova” (1993) ανήκουν στην κατηγορία που είτε σε πωρώνουν είτε δεν τις ξανακούς ποτέ. Βρισκόμενος, όλως παραδόξως, κάπου στην μέση ο δίσκος καταφέρνει να μου προσφέρει μεγάλες δώσεις ευφορίας. Συνιστάται.
Νίκος Ζ.
www.myspace.com/todayistheday
www.blackmarketactivities.com
Σε αυτή την κυκλοφορία πάμε ένα βήμα πιο πέρα από ότι γνωρίζαμε έως τώρα για την μπάντα μιας και στον “Pain Is A Warning” συναντάμε μουσικούς κόσμους όπου συνήθιζαν να βρίσκονται χωριστά. Τα ρυθμικά κομμάτια, οι εξωπραγματικές κραυγές του Austin, οι μανιασμένες κιθάρες και το ογκωδέστατο μπάσο περιπλέκονται με μια πιο punk/rock κατεύθυνση που ίσως δυσαρεστήσει το κοινό. Με το δίκιο τους, καθώς το δίχως έλεος “Kiss The Pig” και τα πιο άγρια μέρη του “The Axis Of Eden” φαίνεται προς το παρόν πως πάνε περίπατο ή στην καλύτερη συγκεράζονται με πιο ήπιους ρυθμούς και ξεκάθαρες συνθετικές γραμμές. Σαν σύνολο ο “Pain Is A Warning” είναι ένας περίεργος δίσκος. Με αρχιμάστορα τον Steve Austin να δημιουργεί τόνους οργής, αφήνει τους Ryan Jones και Curran Reynolds (μπάσο και τύμπανα) σε δεύτερη μοίρα κάνοντας ξεκάθαρο ποιος κρατάει το τιμόνι αυτού του κατάμαυρου καραβιού όλα αυτά τα χρόνια.
Ο πήχης εξακολουθεί να βρίσκεται στο ίδιο σημείο, μιας και το πάζλ από metal, grindcore, punk, ψυχεδέλεια και progressive rock είναι καλά συμπληρωμένο. Δυνατό κράμα, που φαίνεται πως δεν είναι δουλειά του ποδαριού. Αποκορύφωμα της οργιώδης φύσης του δίσκου είναι τα “Expectations Exceed Reality”, “Death Curse” και “Wheelin”, ενώ σε πιο χαμηλούς ρυθμούς αλλά εξίσου ενδιαφέροντα έχουμε τα "Remember to Forget” και “Pain is a Warning”.
O Austin παρουσιάζει έναν από τους πιο βατούς δίσκους που έχει γράψει έως σήμερα με τους Today Is The Day, ελπίζω όχι για εμπορικούς λόγους. Άλλωστε είναι κάτι που ποτέ δεν χαρακτήριζε ούτε τον ίδιο ούτε τις δημιουργίες του, που από το “Supernova” (1993) ανήκουν στην κατηγορία που είτε σε πωρώνουν είτε δεν τις ξανακούς ποτέ. Βρισκόμενος, όλως παραδόξως, κάπου στην μέση ο δίσκος καταφέρνει να μου προσφέρει μεγάλες δώσεις ευφορίας. Συνιστάται.
Νίκος Ζ.
www.myspace.com/todayistheday
www.blackmarketactivities.com
Τετάρτη 9 Νοεμβρίου 2011
Συνέντευξη: THE KILIMANJARO DARKJAZZ ENSEMBLE
Ο Όλυμπος κι η Γκιόνα λέει ένα ρητό, στην προκειμένη περίπτωση έχουμε το
Κιλιμάντζαρο και το Φούτζι. Αν και απέχουν χιλιάδες χιλιόμετρα ωστόσο
αποτελούν κορυφές της ίδιας οροσειράς που ονομάζεται darkjazz. Οι TKDE
με τη νέα τους δουλειά, που ακούει στο όνομα “From The Stairwell”,
πληθαίνουν τα σύννεφα γύρω από την απόκοσμη αετοφωλιά στην ομώνυμη
βουνοκορφή. Η νυχτερινή αντάρα πυκνώνει, αφήνοντας μόνο την ακοή να
αναμετρηθεί με νέα πρόκληση. Με το αποκορύφωμα να βρίσκεται στην ζωντανή
τους εμφάνιση στις έντεκα του μηνός, βαδίζουμε σε ένα σκιώδες μονοπάτι,
προσπαθώντας να κατανοήσουμε την ουσία της ύπαρξης τους. Όλα αυτά
πηγάζουν μέσα από την μουσική του συγκροτήματος. Κατά περίεργο τρόπο ο
Jason Köhnen δεν μας διαφωτίζει και πολύ, με αποτέλεσμα η αντάρα να
παραμένει. Για καλό ή για κακό?
Παρασκευή 4 Νοεμβρίου 2011
A Storm Of Light (US) - As The Valley Of Death Becomes Us, Our Silver Memories Fade (2011)
Οι A Storm Of Light μπορεί να μετράνε λίγα χρόνια στο
μουσικό στερέωμα, ωστόσο με δυο επίσημες κυκλοφορίες και ένα πλούσιο
background φαίνεται πως είχαν όλα τα εφόδια για την δημιουργία του
μακροσκελέστατου αλλά καθόλου φλύαρου “As The Valley Of Death Becomes
Us, Our Silver Memories Fade”. Εντάξει ο τίτλος αλά Red Sparrows με περιβαλλοντικό περιεχόμενο δεν θα
πρέπει να μας ξενίζει μιας και ο Josh Graham είχε πέρασει για μερικά
φεγγάρια κι από τους εν λόγω κυρίους. Επίσης ο μπασσίστας Dominic Seita αποτελούσε το ιδρυτικό μέλος των Tombs. Τέλος τα δύο τρίτα της μπάντας προέρχονται από τους, εδώ και καιρό, ανενεργούς Battle Of Mice.
Με την μουσική κατεύθυνση να είναι αισθητά διαφοροποιημένη από το
παρελθόν τους, οι Νεοϋορκέζοι ακολουθούν έναν δρόμο σαφώς πιο σκοτεινό
και πιο σίγουρο.
Ώριμοι πια δείχνουν πως ο ήχος τους δεν διαθλάται σε συνθετικά καπρίτσια αλλά παραμένει στιβαρός και συμπαγής. Το συγκρότημα αν προσπάθησε να παραστρατίσει στις προηγούμενες κυκλοφορίες με τον “As The Valley…” δηλώνει πως είναι γνήσιο παιδί της Neurosis σχολή. Ακολουθούν πιστά, χωρίς να αντιγράφουν όλο αυτό το post-rock/doom πράγμα που ξεκίνησαν οι πατέρες του είδους. Tο γεγονός, βέβαια, ότι επέλεξαν την Profound Lore αντί της δοκιμασμένης Neurot Rec. για αυτή τους την κυκλοφορίας σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι μένει εκτός φαμίλιας ο Josh Graham, που για όσους δεν ξέρουν είναι ο υπεύθυνος των οπτικών συνθέσεων στις ζωντανές εμφανίσεις των Neurosis.
Οι Αμερικάνοι σε αυτό τον δίσκο ξεκλειδώνουν πτυχές που μπορεί να μας είναι γνωστές αλλά χρειάζεται πάντα το σωστό μέσο για να οδηγηθούμε σε αυτές. Με την χροιά των φωνητικών αλά Yakuza και την διάθεση μας να ανεβοκατεβαίνει από κομμάτι σε κομμάτι οι ηλιακές καταιγίδες είναι το λιγότερο που δεχόμαστε. Μιλάμε για την πιο δυνατή και συγκροτημένη κυκλοφορία με μια σαφή κατεύθυνση η οποία δεν είμαι βέβαιος αν οδηγεί προς τον ουρανό ή κόλαση. Για την ιστορία οι συμμετοχές από μέλη των Swans, Soundgarden, Sleepytime Gorilla Museum και Amber Asylum λειτουργούν σαν δορυφόροι χωρίς να παρατηρούνται φαινόμενα The Ocean.
Κλείνοντας αυτό που κρατάμε είναι ότι ο δίσκος των A Storm Of Light παρά το γεγονός ότι αποτελείται από δεκάδες ψήγματα διαφορετικών συγκροτημάτων της ίδιας ευτυχώς σκηνής, ωστόσο καταφέρνει και αποστασιοποιηθεί από τις πηγές των επιρροών του. Σίγουρα μιλάμε για έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς.
Νίκος Ζ.
www.astormoflight.com
www.reverbnation.com/astormoflightband
www.profoundlorerecords.com
Ώριμοι πια δείχνουν πως ο ήχος τους δεν διαθλάται σε συνθετικά καπρίτσια αλλά παραμένει στιβαρός και συμπαγής. Το συγκρότημα αν προσπάθησε να παραστρατίσει στις προηγούμενες κυκλοφορίες με τον “As The Valley…” δηλώνει πως είναι γνήσιο παιδί της Neurosis σχολή. Ακολουθούν πιστά, χωρίς να αντιγράφουν όλο αυτό το post-rock/doom πράγμα που ξεκίνησαν οι πατέρες του είδους. Tο γεγονός, βέβαια, ότι επέλεξαν την Profound Lore αντί της δοκιμασμένης Neurot Rec. για αυτή τους την κυκλοφορίας σε καμιά περίπτωση δεν σημαίνει ότι μένει εκτός φαμίλιας ο Josh Graham, που για όσους δεν ξέρουν είναι ο υπεύθυνος των οπτικών συνθέσεων στις ζωντανές εμφανίσεις των Neurosis.
Οι Αμερικάνοι σε αυτό τον δίσκο ξεκλειδώνουν πτυχές που μπορεί να μας είναι γνωστές αλλά χρειάζεται πάντα το σωστό μέσο για να οδηγηθούμε σε αυτές. Με την χροιά των φωνητικών αλά Yakuza και την διάθεση μας να ανεβοκατεβαίνει από κομμάτι σε κομμάτι οι ηλιακές καταιγίδες είναι το λιγότερο που δεχόμαστε. Μιλάμε για την πιο δυνατή και συγκροτημένη κυκλοφορία με μια σαφή κατεύθυνση η οποία δεν είμαι βέβαιος αν οδηγεί προς τον ουρανό ή κόλαση. Για την ιστορία οι συμμετοχές από μέλη των Swans, Soundgarden, Sleepytime Gorilla Museum και Amber Asylum λειτουργούν σαν δορυφόροι χωρίς να παρατηρούνται φαινόμενα The Ocean.
Κλείνοντας αυτό που κρατάμε είναι ότι ο δίσκος των A Storm Of Light παρά το γεγονός ότι αποτελείται από δεκάδες ψήγματα διαφορετικών συγκροτημάτων της ίδιας ευτυχώς σκηνής, ωστόσο καταφέρνει και αποστασιοποιηθεί από τις πηγές των επιρροών του. Σίγουρα μιλάμε για έναν από τους καλύτερους δίσκους της χρονιάς.
Νίκος Ζ.
www.astormoflight.com
www.reverbnation.com/astormoflightband
www.profoundlorerecords.com
LACERATED & CARBONIZED (Bra) – Homicidal Rapture (2011)
Ντεμπούτο άλμπουμ για τους μπουρόκαφρους από τη Βραζιλία, μετά από έξι
χρόνια ύπαρξης, ένα demo και ένα single. Η μπάντα ξεκαθαρίζει τα
πράγματα από την αρχή, βαφτίζοντας τον εαυτό της με ένα αρκούντως
αηδιαστικό όνομα και έναν εξίσου αποκαλυπτικό τίτλο για το δίσκο.
Οι εξοικειωμένοι με τη λατινοαμερικάνικη σκηνή έχουν ήδη πιάσει το νόημα και δεν περιμένουν γλυκά τιτιβίσματα. Και βέβαια οι Βραζιλιάνοι έρχονται να επιβεβαιώσουν για άλλη μια φορά τον κανόνα που θέλει την εν λόγω σκηνή αποκλειστικά κτηνώδη και αδυσώπητη.
Καταιγιστικό brutal death metal λοιπόν, με τρελό γκάζι, συνεχόμενες εναλλαγές σε ρυθμούς και riffs και σιχαμένα γρυλίσματα που φλερτάρουν με τα gutturals. Η αγάπη για το παλιακό thrash metal είναι δεδομένη και το όλο κλίμα του δίσκου διακατέχεται από μια αιματοβαμμένη λύσσα και ορμή, που εμένα τουλάχιστον με συνεπαίρνει και θέλω να κάνω πολλές ζημιές τριγύρω! Μια έμφυτη τάση προς το groove που την ψυχανεμίζεσαι καθ' όλη τη διάρκεια του δίσκου, κάνει τα πράγματα ακόμα πιο ενδιαφέροντα.
Έτσι κι αλλιώς τα κολλήματα περί πρωτοτυπίας είναι ξεπερασμένα προ πολλού. Εφόσον λοιπόν η μπάντα μπορεί και σε βάζει αβίαστα σε “demolition mode” γιατί να μην της δώσεις σημασία;
Γεράσιμος Β.
Οι εξοικειωμένοι με τη λατινοαμερικάνικη σκηνή έχουν ήδη πιάσει το νόημα και δεν περιμένουν γλυκά τιτιβίσματα. Και βέβαια οι Βραζιλιάνοι έρχονται να επιβεβαιώσουν για άλλη μια φορά τον κανόνα που θέλει την εν λόγω σκηνή αποκλειστικά κτηνώδη και αδυσώπητη.
Καταιγιστικό brutal death metal λοιπόν, με τρελό γκάζι, συνεχόμενες εναλλαγές σε ρυθμούς και riffs και σιχαμένα γρυλίσματα που φλερτάρουν με τα gutturals. Η αγάπη για το παλιακό thrash metal είναι δεδομένη και το όλο κλίμα του δίσκου διακατέχεται από μια αιματοβαμμένη λύσσα και ορμή, που εμένα τουλάχιστον με συνεπαίρνει και θέλω να κάνω πολλές ζημιές τριγύρω! Μια έμφυτη τάση προς το groove που την ψυχανεμίζεσαι καθ' όλη τη διάρκεια του δίσκου, κάνει τα πράγματα ακόμα πιο ενδιαφέροντα.
Έτσι κι αλλιώς τα κολλήματα περί πρωτοτυπίας είναι ξεπερασμένα προ πολλού. Εφόσον λοιπόν η μπάντα μπορεί και σε βάζει αβίαστα σε “demolition mode” γιατί να μην της δώσεις σημασία;
Γεράσιμος Β.
http://www.laceratedandcarbonized.com/
http://www.myspace.com/laceratedandcarbonized
http://www.mutilationrecords.com.br/
Τρίτη 1 Νοεμβρίου 2011
ΨΑΡΩΤΙΚΟ ΡΑΔΙΟΦΩΝΟ!
Ο Ατσάλινος (ένας καριόλης με όνομα από την Παλαιά Διαθήκη) και το projekt fishtank , αυτή η μοναδική, ξεχωριστή
κολεκτίβα ψαριών (sic), ήδη από την Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011 (μια μέρα πριν
την μεγάλη εθνική εορτή του "ΟΧΙ") αλλά και καθε Πέμπτη 8-10 μμ, για όσο
αντέξουμε έξω από τα νερά μας, βρίσκονται στον αέρα με την βοήθεια
του www.noizground.com
και του αφεντικού του, που είναι αρκετά χαζός για να τους δώσει αυτή την
ευκαιρία. Το ραδιομέγαρο ποτέ δεν βρισκόταν σε τέτοιο κίνδυνο μέχρι
σήμερα. Πίνουμε σκληρά, χορεύουμε δυνατά και χτυπάμε τα καλύτερα
κομμάτια της πόλης. Είμαστε τα βρωμόσκυλα του projekt fishtank και αυτή
εδώ είναι η εκπομπή μας!
Για τους τολμηρούς ...υπάρχει και facebook group: http://www.facebook.com/groups/191425137599384/
Πέμπτη 27 Οκτωβρίου 2011
THE KILIMANJARO DARKJAZZ ENSEMBLE (Nl) - From the Stairwell (2011)
Όσο σκοτεινή σας φαίνεται η σκάλα στο εξώφυλλο άλλο τόσο είναι το έρεβος που αναδύεται από τις συνθέσεις των Ολλανδών The Kilimanjaro Darkjazz Ensemble
που εδώ και πέντε περίπου χρόνια δημιουργούν ανήλιαγες γωνιές για να
κουρνιάσουν οι εραστές των σκιών. Παρά το γεγονός ότι έχουν ήδη
επισκεφτεί την χώρα μας μια φορά και σκοπεύουν να το ξανακάνουν τον
ερχόμενο Νοέμβριο, η φήμη τους δεν θα την έλεγε κανείς και πολύ μεγάλη.
Και πώς να είναι άραγε αφού το μείγμα της jazz με την drone/ambient
σκηνή είναι γενικά ένα δύσκολο άκουσμα.
Ο “From the Stairwell” φαίνεται να είναι άξιος διάδοχος του τιτανοτεράστιου “Here Be Dragons”, το οποίο γνώρισε το συγκρότημα σε ένα πιο ευρύ κοινό. Οι Ολλανδοί σε αυτό τον δίσκο μας δείχνουν μια διαφορετική οπτική των darkjazz ιδεών τους. Αν και κυκλοφόρησαν πρόσφατα τον δεύτερο δίσκο του alter ego τους The Mount Fuji Doomjazz Corporation, “Anthropomorphic” όπου ξεσπάνε με τις άχρονες και μονότονα επαναλαμβανόμενες χαοτικές συνθέσεις τους, θέλησαν μάλλον να συμπεριλάβουν λίγο από την διχασμένη προσωπικότητά τους στον “From the Stairwell”. Με τα “Cocaine” και “Past Midnight” να ξεχωρίζουν σε αυτή την συνθετική στροφή, γενικά όλος ο δίσκος χάνει σε μελωδικότητα, όπως αυτή διαμορφωνόταν από την εξαίσια φωνή της Charlotte Cegarra, την τρομπέτα Eirikur Oli Olafsson και το σαξόφωνο του Coen Kaldeway.
Η μουσική των TKDE είναι αρκούντως μυστηριώδης και διαφορετική σε πολλά σημεία από τους Bohren & Der Club Of Gore και A Backward Glance On A Travel Road με τους οποίους συνηθίζουν να τους συγκρίνουν. Πλησιάζει περισσότερο στην jazz σκηνή με τα επακόλουθα αυτής της κατεύθυνσης. Η μπάντα φλυαρεί σε πολλά σημεία, ιδιαίτερα σε αυτά που πλησιάζουν στην The Mount Fuji Doomjazz Corporation υπόστασή της, γεγονός που ίσως κουράζει τον ακροατή. Από την άλλη μεριά κομμάτια όπως το “All Is One”,“Giallo” και “Les Etoiles Mutantes” πλησιάζουν τα εκπληκτικά ξεσπάσματα του παρελθόντος “Lobby” και “Embers”.
Το σύνολο λοιπόν αυτή της jazz trip hop με post-rock στοιχεία και ηλεκτρονικά bits καταφέρνει να χαράζει σκοτεινά κινηματογραφικά τοπία στα οποία πολύ εύκολα χάνεις τον δρόμο σου μιας και ο δρόμος οδηγεί ολοταχώς προς μια αναπόφευκτη λήθη. Άκουσμα αυστηρώς για του λάτρεις του είδους.
Νίκος Ζ.
www.tkde.net
www.denovali.com
Ο “From the Stairwell” φαίνεται να είναι άξιος διάδοχος του τιτανοτεράστιου “Here Be Dragons”, το οποίο γνώρισε το συγκρότημα σε ένα πιο ευρύ κοινό. Οι Ολλανδοί σε αυτό τον δίσκο μας δείχνουν μια διαφορετική οπτική των darkjazz ιδεών τους. Αν και κυκλοφόρησαν πρόσφατα τον δεύτερο δίσκο του alter ego τους The Mount Fuji Doomjazz Corporation, “Anthropomorphic” όπου ξεσπάνε με τις άχρονες και μονότονα επαναλαμβανόμενες χαοτικές συνθέσεις τους, θέλησαν μάλλον να συμπεριλάβουν λίγο από την διχασμένη προσωπικότητά τους στον “From the Stairwell”. Με τα “Cocaine” και “Past Midnight” να ξεχωρίζουν σε αυτή την συνθετική στροφή, γενικά όλος ο δίσκος χάνει σε μελωδικότητα, όπως αυτή διαμορφωνόταν από την εξαίσια φωνή της Charlotte Cegarra, την τρομπέτα Eirikur Oli Olafsson και το σαξόφωνο του Coen Kaldeway.
Η μουσική των TKDE είναι αρκούντως μυστηριώδης και διαφορετική σε πολλά σημεία από τους Bohren & Der Club Of Gore και A Backward Glance On A Travel Road με τους οποίους συνηθίζουν να τους συγκρίνουν. Πλησιάζει περισσότερο στην jazz σκηνή με τα επακόλουθα αυτής της κατεύθυνσης. Η μπάντα φλυαρεί σε πολλά σημεία, ιδιαίτερα σε αυτά που πλησιάζουν στην The Mount Fuji Doomjazz Corporation υπόστασή της, γεγονός που ίσως κουράζει τον ακροατή. Από την άλλη μεριά κομμάτια όπως το “All Is One”,“Giallo” και “Les Etoiles Mutantes” πλησιάζουν τα εκπληκτικά ξεσπάσματα του παρελθόντος “Lobby” και “Embers”.
Το σύνολο λοιπόν αυτή της jazz trip hop με post-rock στοιχεία και ηλεκτρονικά bits καταφέρνει να χαράζει σκοτεινά κινηματογραφικά τοπία στα οποία πολύ εύκολα χάνεις τον δρόμο σου μιας και ο δρόμος οδηγεί ολοταχώς προς μια αναπόφευκτη λήθη. Άκουσμα αυστηρώς για του λάτρεις του είδους.
Νίκος Ζ.
www.tkde.net
www.denovali.com
CAVE IN (US) – White Silence (2011)
Οι Cave In ήταν ένα απ' τα δυνατά χαρτιά της Hydrahead,
όταν η εταιρεία βρισκόταν στο ποιοτικό της peak κάπου στις αρχές των
00's. Ο ταλαντούχος Steven Brodsky, ο οποίος από πάντα έδειχνε να
αμφιταλαντεύεται ανάμεσα στο εγκεφαλικό mathcore και στο φουρτουνιασμένο
art rock, από τις πρώτες μέρες των Cave In μέχρι το
πολύχρονο διάλειμμα της μπάντας το 2006, μετά την κυκλοφορία του πιο
ισορροπημένου ανάμεσα στις δύο τάσεις "Perfect Pitch Black", μόνο
αριστουργήματα είχε να επιδείξει. Δε φανταζόμουν με τίποτα ότι η
πολυαναμενόμενη επιστροφή του γκρουπ θα επιφύλλασε μια τέτοια
απογοήτευση, όπως αυτή του "White Silence".
Είτε είστε "Antenna"-κιας, είτε "Until Your Heart Stops"-ας, είτε και τα δύο, δε νομίζω να εκπλαγείτε ευχάριστα με το γεγονός ότι ο δίσκος ξεκινάει φέρνοντας στο μυαλό μια κακή εκδοχή των Shining (των τζαζοπειραματικών Νορβηγών, όχι των μπλακμεταλάδων Σουηδών). Τουλάχιστον οι Shining έχουν συναίσθηση αυτού που κάνουν και το κάνουν σωστά, δε μπουκώνουν άιντε-άιντε distortion τα πάντα, ούτε φορτώνουν layer πάνω στο layer για το χάος της φάσης. Κοινώς, οι Cave In το συγκεκριμένο δεν το 'χουν. Τα πράματα δε στρώνουν στην πορεία, αφού όταν η μουσική πάει να βαρύνει, δεν φτάνει παραπέρα από γλυκερά κοπιαρισμένα riffs των Neurosis, ενώ όταν προσπαθεί να επιταχύνει, σκοτώνεται από την παραγωγή που κάνει τα πάντα δυσδιάκριτα, όχι ότι με καλύτερη παραγωγή θα γινόταν δουλειά βέβαια, αφού φαίνεται ότι η έμπνευση βρισκόταν κάπου στην Κίνα, όσο οι Cave In έγραφαν το "White Silence". Το στυλ αλλάζει από κομμάτι σε κομμάτι, περνάει από μπαλαντοειδείς σε σχεδόν no-wave καταστάσεις, μετά πάλι metalcore χασίματα κλπ. Αύτες οι εναλλαγές δεν καταφέρνουν να κεντρίσουν το ενδιαφέρουν, παρά βυθίζουν τον ακροατή ακόμη πιο βαθιά στην άβυσσο της αδιαφορίας. Πάντου μπλιμπλίκια, παντού άνευ λόγου παραμόρφωση. Ο Stephen Brodsky παρουσιάζει και εδώ μια πολύ ευρεία γκάμα φωνητικών η οποία, όπως και οι συνθέσεις, δολοφονείται εν ψυχρώ από αυτή την ηλίθια παραγωγή.
Ειλικρινά δε μπόρεσα να ξεχωρίσω κάποιο κομμάτι, δε μου αρέσει κανένα. Οι Cave In προσπάθησαν να φτιάξουν ένα πειραματικό και πολυδιάστατο album, τους λείπει όμως η έμπνευση και η απαραίτητη "μέντα". Ποντάρω στο ότι πρόκειται για απρόβλεπτη μπάντα, ώστε να μπορώ να ελπίζω ότι στο μέλλον θα ανακάμψει και θα φτιάξει ένα δίσκο άξιο του ονόματός της.
http://www.myspace.com/cavein
Βαγγέλης Ε.
Είτε είστε "Antenna"-κιας, είτε "Until Your Heart Stops"-ας, είτε και τα δύο, δε νομίζω να εκπλαγείτε ευχάριστα με το γεγονός ότι ο δίσκος ξεκινάει φέρνοντας στο μυαλό μια κακή εκδοχή των Shining (των τζαζοπειραματικών Νορβηγών, όχι των μπλακμεταλάδων Σουηδών). Τουλάχιστον οι Shining έχουν συναίσθηση αυτού που κάνουν και το κάνουν σωστά, δε μπουκώνουν άιντε-άιντε distortion τα πάντα, ούτε φορτώνουν layer πάνω στο layer για το χάος της φάσης. Κοινώς, οι Cave In το συγκεκριμένο δεν το 'χουν. Τα πράματα δε στρώνουν στην πορεία, αφού όταν η μουσική πάει να βαρύνει, δεν φτάνει παραπέρα από γλυκερά κοπιαρισμένα riffs των Neurosis, ενώ όταν προσπαθεί να επιταχύνει, σκοτώνεται από την παραγωγή που κάνει τα πάντα δυσδιάκριτα, όχι ότι με καλύτερη παραγωγή θα γινόταν δουλειά βέβαια, αφού φαίνεται ότι η έμπνευση βρισκόταν κάπου στην Κίνα, όσο οι Cave In έγραφαν το "White Silence". Το στυλ αλλάζει από κομμάτι σε κομμάτι, περνάει από μπαλαντοειδείς σε σχεδόν no-wave καταστάσεις, μετά πάλι metalcore χασίματα κλπ. Αύτες οι εναλλαγές δεν καταφέρνουν να κεντρίσουν το ενδιαφέρουν, παρά βυθίζουν τον ακροατή ακόμη πιο βαθιά στην άβυσσο της αδιαφορίας. Πάντου μπλιμπλίκια, παντού άνευ λόγου παραμόρφωση. Ο Stephen Brodsky παρουσιάζει και εδώ μια πολύ ευρεία γκάμα φωνητικών η οποία, όπως και οι συνθέσεις, δολοφονείται εν ψυχρώ από αυτή την ηλίθια παραγωγή.
Ειλικρινά δε μπόρεσα να ξεχωρίσω κάποιο κομμάτι, δε μου αρέσει κανένα. Οι Cave In προσπάθησαν να φτιάξουν ένα πειραματικό και πολυδιάστατο album, τους λείπει όμως η έμπνευση και η απαραίτητη "μέντα". Ποντάρω στο ότι πρόκειται για απρόβλεπτη μπάντα, ώστε να μπορώ να ελπίζω ότι στο μέλλον θα ανακάμψει και θα φτιάξει ένα δίσκο άξιο του ονόματός της.
http://www.myspace.com/cavein
Βαγγέλης Ε.
THE DEVIL WEARS PRADA (US) – Dead Throne (2011)
Τέταρτος δίσκος για τους χριστιανο-μεταλcorαδες The Devil Wears Prada
μετά από έναν εντελώς αδιάφορο “With Roots Above and Branches Below”
που πέρασε και εννοείται πως δεν κόλλησε. Ο “Dead Throne” είναι από
τους δίσκους από την δεύτερη μόλις ακρόαση καταλαβαίνεις τι παίζει, ότι
βρίσκεται δηλαδή ένα βήμα μπροστά από οτιδήποτε άλλο έχει κυκλοφορήσει η
μπάντα έως σήμερα.
Ανατρέχοντας για λίγο στο παρελθόν θυμόμαστε τον “Plagues” από την κραταιά Rise Records, ένας δίσκος που ουσιαστικά έφερε την μπάντα στο προσκήνιο. Ε λοιπόν, πάνω σε αυτή την κυκλοφορία βασίζεται και ο σημερινός δίσκος, όπου δίνεται έμφαση περισσότερο στα core στοιχεία, λιγότερο στα καθαρά (και δη φλώρικα)φωνητικά, κρατώντας ίσες αποστάσεις από την μελωδία στις κιθάρες και στα πλήκτρα. Κατά κύριο λόγο έχουμε μελωδίες αλά Underoath και συνεχόμενα breakdowns τύπου As I Lay Dying σε μια πιο ομογενοποιημένη μορφή. Ότι το συγκρότημα δημιούργησε το 2007 έρχεται να το συνεχίσει στο σωτήριο έτος του 2011, παραμένοντας ,όμως, δυστυχώς σε ένα μέτριο επίπεδο περισσότερο από συνθετική άποψη και όχι σε ότι έχει να κάνει με την παραγωγή, η οποία ομολογουμένως φυσάει. Ενώ συμβαίνουν αυτά, αυτό που κάνει την διαφορά στον δίσκο είναι η απαλή σατανική χροιά στην οποία πολλές φορές καταφεύγει ο James Baney και ο Chris Rubey (πλήκτρα και κιθάρα αντίστοιχα), γεγονός που δίνει μια κάποια ταυτότητα-concept μυστηρίου.
Όπως και να ‘χει, μια από τα ίδια έχουμε. Ποζεριά επί σκηνής, δήθεν χριστιανικό attitude, μερικά σκληρά μέρη και πολλές μελωδίες για να ρίξουμε και κάνα γκομενάκι. Καλοί μόνο για να τους ακούσεις στο διάλειμμα μεταξύ Veil Of Maya και Whitechapel.
Νίκος Ζ.
www.tdwpband.com
www.ferretstyle.com
Ανατρέχοντας για λίγο στο παρελθόν θυμόμαστε τον “Plagues” από την κραταιά Rise Records, ένας δίσκος που ουσιαστικά έφερε την μπάντα στο προσκήνιο. Ε λοιπόν, πάνω σε αυτή την κυκλοφορία βασίζεται και ο σημερινός δίσκος, όπου δίνεται έμφαση περισσότερο στα core στοιχεία, λιγότερο στα καθαρά (και δη φλώρικα)φωνητικά, κρατώντας ίσες αποστάσεις από την μελωδία στις κιθάρες και στα πλήκτρα. Κατά κύριο λόγο έχουμε μελωδίες αλά Underoath και συνεχόμενα breakdowns τύπου As I Lay Dying σε μια πιο ομογενοποιημένη μορφή. Ότι το συγκρότημα δημιούργησε το 2007 έρχεται να το συνεχίσει στο σωτήριο έτος του 2011, παραμένοντας ,όμως, δυστυχώς σε ένα μέτριο επίπεδο περισσότερο από συνθετική άποψη και όχι σε ότι έχει να κάνει με την παραγωγή, η οποία ομολογουμένως φυσάει. Ενώ συμβαίνουν αυτά, αυτό που κάνει την διαφορά στον δίσκο είναι η απαλή σατανική χροιά στην οποία πολλές φορές καταφεύγει ο James Baney και ο Chris Rubey (πλήκτρα και κιθάρα αντίστοιχα), γεγονός που δίνει μια κάποια ταυτότητα-concept μυστηρίου.
Όπως και να ‘χει, μια από τα ίδια έχουμε. Ποζεριά επί σκηνής, δήθεν χριστιανικό attitude, μερικά σκληρά μέρη και πολλές μελωδίες για να ρίξουμε και κάνα γκομενάκι. Καλοί μόνο για να τους ακούσεις στο διάλειμμα μεταξύ Veil Of Maya και Whitechapel.
Νίκος Ζ.
www.tdwpband.com
www.ferretstyle.com
Τετάρτη 19 Οκτωβρίου 2011
SOUL DEVOUR (Sng) – Apocalyptic Anti-Human Annihilation (2010)
Να που μετά το υστερικό grind των Wormrot και το σιχαμένο goregrind των Cardiac Necropsy, η Σιγκαπούρη δείχνει ότι μπορεί να προσφέρει και πρώτης τάξεως αρχιδάτο death metal. Ο λόγος για το "Apocalyptic Anti-Human Annihilation", ντεμπούτο των Soul Devour που είναι τίγκα στη σαπίλα και το σατανά.
Τα πράγματα για τους σχιστομάτηδες είναι απλά: όπου σαπίλα βλέπε Sarcofago, Vulcano, (υπερβολικά) πρώιμους Morbid Angel και όπου σατανάς βλέπε Blasphemy, Morbosidad, Deiphago, Impiety (απ' τους οποίους καβάτζωσαν και τον drummer, ο οποίος παίζει και στους Cardiac Necropsy!). Εν ολίγοις μιλάμε για ρετρό του κερατά, φάση όμως που είναι χιλιάδες φορές πιο αληθινή και γνήσια από οτιδήποτε "brutal" τρώει προώθηση σήμερα.
Μετά από ένα μικρό intro με κραυγές αγωνίας από μωρά και γυναικόπαιδα, αδειάζει επάνω σου ένας οχετός από death/thrashing ριφάρες, oldschool κοπανήματα και διπλά φωνητικά. Για τα φωνητικά να πω ότι αν και grind πατέντα κυρίως, εδώ δουλεύουν υπέροχα τα διπλά, γιατί τις περισσότερες φορές τα τσιριχτά και τα βοθρέ ξερνάνε στίχους παρέα, με το cultιλίκι να χτυπάει κόκκινο. Ο ήχος που έχει βάθος μπουντρουμιού γενικότερα και η απόλυτα αντιχριστιανική/μηδενιστική θεματολογία, δίνουν ένα black metal touch στην όλη φάση, αν και ουσιαστικά μιλάμε για αγνό, παρθένο death metal, με παντελή έλλειψη μελωδικότητας και τέλειο νεκροταφιακό groove. Ακόμα και η διασκευή στο "Dominate" των Morbid Angel ακούγεται πιο σάπια και obscure απ' το κανονικό κομμάτι.
Δε χρειάζονται περισσότερα, οι Soul Devour είναι μια καταστροφική, fuck you all μπάντα και αν είσαι fan της αδυσώπητης καφρίλας, μάλλον έχεις ήδη τσεκάρει τα links και έχεις παραγγείλει το δίσκο, πριν τελειώσει αυτό το κείμενο. Αν έχεις φάει την ξενέρα του αιώνα με το "Illud Divinus..." δε, αυτό το δισκάκι θα σε φέρει στα ίσα σου!
Γεράσιμος Β.
DRACONIAN (Swe) - A Rose For The Apocalypse (2011)
Φαίνεται πως οι Draconian είχαν όρεξη μέσα στο καλοκαίρι να ρίξουν την θερμοκρασία. Να προσφέρουν τα δικά τους κύματα δροσιάς στους απανταχού doom/gothic οπαδούς. Αποπειρώνται μάλλον να κρύψουν τον ήλιο με την καταχνιά των συνθέσεών τους, ώστε να μπορέσουν και αυτά τα άμοιρα πλάσματα να περιπλανηθούν ελεύθερα στο ύπαιθρο. Πέρα από την πλάκα, εδώ έχουμε την τέταρτη full – length κυκλοφορία των Σουηδών που φέρει το ομολογουμένως, ψιλοκλισέ όνομα "A Rose For The Apocalypse", ξανά από την Αυστριακή Napalm Records.
Αν και η μπογιά των συγκροτημάτων με την πεντάμορφη και το τέρας έχει προ πολλού περάσει, ωστόσο οι Draconian είτε επειδή άγγιζαν περισσότερο την doom πλευρά, είτε γιατί συμμετέχει ο ιδιοφυής Johan Ericson γνωστός και από το side project Doom:VS, έβρισκαν απήχηση σε ακροατές όχι απαραίτητα gothic victims. Παρόλα αυτά με τον νέο δίσκο έρχονται να ανατρέψουν τα δεδομένα. Όχι ότι έχουμε καμιά στροφή στην μουσική κατεύθυνση του συγκροτήματος. Οι μελωδίες παραμένουν και γενικά δεν έχουμε αλλαγή ταυτότητας για τους Σουηδούς. Οι βαθιές τομές που μας χάραξαν ο "Turning Season Within" και ο "Arcane Rain Fell" παραμένουν ακόμα ανοιχτές με το νέο άλμπουμ. Το δυσάρεστο όμως είναι ότι οι συνθέσεις αν και βρίσκονται σε ένα πολύ καλό επίπεδο, χάνουν σε δυναμικότητα μετά από το κατέβασμα του μετρονόμου κάτω από το 100 αλλά και την αναβάθμιση του ρόλου των πλήκτρων. Η αλήθεια είναι ότι ποτέ οι Draconian δεν έπαιζαν και την πολύπλοκη μουσική, αντίθετα δίνανε βάση στο συναίσθημα και την ατμόσφαιρα, στοιχεία που δεν λείπουν από το "A Rose For The Apocalypse" αλλά φαντάζουν ξεθωριασμένα και αχνά. Επαναλαμβανόμενα θα τα χαρακτήριζε κανείς. Καλύπτονται, ακόμα, από αυτό το συνθετικό τέλμα που ξεπροβάλλει σε κάποια σημεία του δίσκου αλλά και μια καλογυαλισμένη παραγωγή που φωτίζει πράγματα που θα έπρεπε να βρίσκονται στο σκοτάδι.
Η κυκλοφορία αν και αφήνει μια καλή πρώτη εντύπωση, ωστόσο δεν φαίνεται αυτή να διαρκεί. Μετά τις τέσσερις-πέντε ακροάσεις κάπου κουράζεσαι, ένεκα και της μεγάλης διάρκειας που δεν προσφέρεται για το είδος.
Νίκος Ζ.
Υ.Γ. Τραγικό εξώφυλλο...
Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011
MOTHER (Cze) - Through This Disappearing Land (2010)
Δεν ξέρω αν η υπερβολική έκθεση στον ήλιο μου έχει προκαλέσει μόνιμη βλάβη, αλλά πραγματικά δεν μπορώ να θυμηθώ κάποια άλλη μπάντα προερχόμενη από την Τσεχία να εκπροσωπεί την sludge σκηνή της χώρας της. Οι Mother ακολουθώντας διαφορετικό δρόμο από τα δεκάδες των black/death συγκροτημάτων της χώρας, βγάζουν το ντεμπούτο άλμπουμ που ακούει στο όνομα "Through This Disappearing Land" από την άγνωστη Insane Society Records.
Ο δίσκος ξεκινάει με έναν τόνο παράνοιας που αγγίζει την κατάνυξη και σε όλη του την διάρκειά νιώθεις ένα αίσθημα απόγνωσης, πλησιάζοντας κάπως αυτό των AmenRa. Κατά τα άλλα από την μέση περίπου του "Through This Disappearing Land", οι ρυθμοί ανεβαίνουν αλλάζοντας λίγο το σκηνικό με post-hardcore επιρροές διατηρώντας σαν βασικό μπούσουλα τις πρώτες κυκλοφορίες των Neurosis και Cult Of Luna, γεγονός που χαρακτηρίζει συνολικά την κυκλοφορία. Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Τσέχοι είναι τα φτωχά μπάσταρδα των προαναφερθέντων τιτάνων. Καταφέρνουν, έστω και λίγο, να ξεχωρίσουν βασιζόμενοι στο πολύ δυνατό in your face attitude, χωρίς να νερώνουν το κρασί τους με κουραστικά εφέ. Ευθείς και βυθισμένοι στην οργή και την απόγνωση προσπαθούν να βρουν το δικό τους μονοπάτι, όσο σκοτάδι κι αν επικρατεί στα λημέρια που ψάχνουν.
Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, λένε, και η αρχή για τους Mother κάθε άλλο παρά αποτυχημένη μπορεί να θεωρηθεί. Ένα ξεκίνημα που μπορεί να άργησε να αναφερθεί μιας, και η κυκλοφορία του δίσκου μετρά ήδη τον έναν χρόνο κυκλοφορίας, το κίνητρο όμως ήταν πραγματικά δυνατό και φυσικά αρκετό ώστε να μην θαφτεί κάτω από τους τόνους των bytes που κατακλύζουν το διαδίκτυο.
Νίκος Ζ.
Ο δίσκος ξεκινάει με έναν τόνο παράνοιας που αγγίζει την κατάνυξη και σε όλη του την διάρκειά νιώθεις ένα αίσθημα απόγνωσης, πλησιάζοντας κάπως αυτό των AmenRa. Κατά τα άλλα από την μέση περίπου του "Through This Disappearing Land", οι ρυθμοί ανεβαίνουν αλλάζοντας λίγο το σκηνικό με post-hardcore επιρροές διατηρώντας σαν βασικό μπούσουλα τις πρώτες κυκλοφορίες των Neurosis και Cult Of Luna, γεγονός που χαρακτηρίζει συνολικά την κυκλοφορία. Σε καμία περίπτωση δεν θα μπορούσαμε να πούμε ότι οι Τσέχοι είναι τα φτωχά μπάσταρδα των προαναφερθέντων τιτάνων. Καταφέρνουν, έστω και λίγο, να ξεχωρίσουν βασιζόμενοι στο πολύ δυνατό in your face attitude, χωρίς να νερώνουν το κρασί τους με κουραστικά εφέ. Ευθείς και βυθισμένοι στην οργή και την απόγνωση προσπαθούν να βρουν το δικό τους μονοπάτι, όσο σκοτάδι κι αν επικρατεί στα λημέρια που ψάχνουν.
Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, λένε, και η αρχή για τους Mother κάθε άλλο παρά αποτυχημένη μπορεί να θεωρηθεί. Ένα ξεκίνημα που μπορεί να άργησε να αναφερθεί μιας, και η κυκλοφορία του δίσκου μετρά ήδη τον έναν χρόνο κυκλοφορίας, το κίνητρο όμως ήταν πραγματικά δυνατό και φυσικά αρκετό ώστε να μην θαφτεί κάτω από τους τόνους των bytes που κατακλύζουν το διαδίκτυο.
Νίκος Ζ.
www.insanesociety.net
www.myspace.com/wearemother
http://disappearingland.bandcamp.com
FIRE! with JIM O'ROURKE (SWE) - Unreleased? (2011)
Επιτέλους, μετά από καιρό είχα δύο απανωτές μουσικές συγκινήσεις από νέες κυκλοφορίες. Την πρώτη, των υποβλητικότατων Enablers κι ύστερα ακολούθησε η δεύτερη, δουλειά των Fire!- του supergroup της Rune Grammofon- που κατάφερε να φιγουράρει σε πληθώρα από blogs και μουσικοsite λίγες στιγμές μετά την "κυκλοφορία" της. Οι Fire! είναι μία υπερδομή σουηδικής υπηκοότητας αποτελούμενη από τους Johan Berthling (μπάσο, Tape), Mats Gustafsson (σαξόφωνο, The Thing), Werliin (ντραμς, Wildbirds & amp; Peacedrums) και με την συνεισφορά του Jim O'Rourke παραδίδουν το δεύτερο δίσκο τους με τον χαδιάρικο τίτλο "Unreleased?", ω ναι.
Το "Unreleased?" υποκύπτει και ξεπερνάει όλες τις παρορμήσεις της μόδας των στιγμιαίων collaborations υπερμουσικών για την παραγωγή ημιαφηρημένων υπερδίσκων αυτοσχεδιαστικού πειραματισμού. Αυτό δεν οφείλεται τόσο στην εκτελεστική δεινότητα των μελών της (η οποία γαργαλάει το ταβάνι), μα στην ολιστική συνοχή των συνθέσεων που λαμποκοπά ο δίσκος. Θέλω να τους φαντάζομαι κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης, να παίζουν, ώστε κάποια στιγμή να χαζοκοιτιούνται υπομειδιάζοντας, δηλώνοντας κρυφά "κοίτα τι θα κάνω" δίνοντας έναυσμα ο ένας στον άλλο για παιχνιδισμό. Βέβαια τίποτα παιδιάστικο ή βεβιασμένο δεν υπάρχει στα 4 κομμάτια του "Unrealesed?". Τα drums άλλοτε καθορίζουν και άλλοτε ανακατεύουν την πορεία των κομματιών, το μπάσο όταν πρέπει σακατεύει, ενώ ο Gustaffson παραμένει άψογος και σχεδόν πάντα μανγητίζει την προσοχή μου. Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό η συνεισφορά του O'Rourke είναι σημαντικότατη, ο τρόπος με τον οποίο μπουκώνει τον ήχο δίνει συχνοτική ικανοποίηση.
Τα τέσσερα λοιπόν, αυτοσχέδια κομμάτια είναι και kraut, και jazzy, και noisy και psychy και τα μοτίβα επαναλαμβάνονται, και ότι θα περίμενε κανείς απλά διαβάζοντας το εξώφυλλο. Η δυναμική όμως είναι φρεσκότατη και κατά κάποιον τρόπο ασκεί μία γλυκιά πίεση που φέρνει την λέξη άψογο στα χείλη. Τα εύσημα στην Rune Grammofon ακόμα μία φόρα.
Γιώργος Κ.
http://www.runegrammofon.com/
Το "Unreleased?" υποκύπτει και ξεπερνάει όλες τις παρορμήσεις της μόδας των στιγμιαίων collaborations υπερμουσικών για την παραγωγή ημιαφηρημένων υπερδίσκων αυτοσχεδιαστικού πειραματισμού. Αυτό δεν οφείλεται τόσο στην εκτελεστική δεινότητα των μελών της (η οποία γαργαλάει το ταβάνι), μα στην ολιστική συνοχή των συνθέσεων που λαμποκοπά ο δίσκος. Θέλω να τους φαντάζομαι κατά τη διάρκεια της ηχογράφησης, να παίζουν, ώστε κάποια στιγμή να χαζοκοιτιούνται υπομειδιάζοντας, δηλώνοντας κρυφά "κοίτα τι θα κάνω" δίνοντας έναυσμα ο ένας στον άλλο για παιχνιδισμό. Βέβαια τίποτα παιδιάστικο ή βεβιασμένο δεν υπάρχει στα 4 κομμάτια του "Unrealesed?". Τα drums άλλοτε καθορίζουν και άλλοτε ανακατεύουν την πορεία των κομματιών, το μπάσο όταν πρέπει σακατεύει, ενώ ο Gustaffson παραμένει άψογος και σχεδόν πάντα μανγητίζει την προσοχή μου. Μέσα σε αυτόν τον ορυμαγδό η συνεισφορά του O'Rourke είναι σημαντικότατη, ο τρόπος με τον οποίο μπουκώνει τον ήχο δίνει συχνοτική ικανοποίηση.
Τα τέσσερα λοιπόν, αυτοσχέδια κομμάτια είναι και kraut, και jazzy, και noisy και psychy και τα μοτίβα επαναλαμβάνονται, και ότι θα περίμενε κανείς απλά διαβάζοντας το εξώφυλλο. Η δυναμική όμως είναι φρεσκότατη και κατά κάποιον τρόπο ασκεί μία γλυκιά πίεση που φέρνει την λέξη άψογο στα χείλη. Τα εύσημα στην Rune Grammofon ακόμα μία φόρα.
Γιώργος Κ.
http://www.runegrammofon.com/
Δευτέρα 3 Οκτωβρίου 2011
Συνέντευξη: Fields Of Locust
Το post-metal θαμμένο πίσω από τοίχους που το ίδιο έχτισε, τα τελευταία δύο χρόνια ξερνάει κυκλοφορίες ο απόηχος των οποίων είναι το "ντουπ" κεφαλιού που συγκρούεται σε αυτούς για να ακουστεί πίσω τους. Οι Fields Of Locust έρχονται και με ένα οδοντιατρικό χαμόγελο δίνουν στο ντεμπούτο τους μία παρουσία όχι ανανέωσης ή αναπτέρωσης ελπίδας μα αγνής κάβλας, και αμέριμνοι για την όποια τύχη του είδους συνθέτουν και σερβίρουν. Χαιρόμαστε να το ακούμε και να βλέπουμε πως η μπάντα εκτός από όρεξη έχει και ιδεολογία. Τσεκάρετε.
Πέμπτη 29 Σεπτεμβρίου 2011
THE BLISS (Grc) – Gabbatha (2011)
Τον περίμενα αυτόν τον δίσκο για να αναφωνήσω ''δισκάρα'' και τα σχετικά, αλλά λόγω προσωπικών υπερπροσδοκιών (το τονίζω εξαρχής αυτό), κάτι τέτοιο δεν έγινε. Οχι πως δεν σκίζει, για τον θεό, σε μερικά σημεία έβρισκα τον εαυτό μου να τα χάνει με την εκτελεστική αρτιότητα, τις τέλεια αφομοιωμένες επιρροές και ΤΗΝ φωνάρα. Απλά δεν είναι το τεράστιο μπαμ που προϊδέαζε το πρώιμο υλικό τους και αντί για μενίρ στο κεφάλι φάγαμε μια σεβαστού μεγέθους κοτρώνα. Ξεκαθαρίζω βέβαια πως μιλάμε για top 5 κυκλοφοριών του τρέχοντος έτους, οπότε δεν διαβάζετε κανέναν μετριοπαθή και συγγνώμη αν περιμένατε κάτι τέτοιο απ’την εισαγωγή.
Λοιπόν πάμε λίγο γρήγορα με τα αρνητικά για να κλείσουμε με σαρωτικό φινάλε. Επιρροές οριακά αλληλένδετες και κάποια αποτυχημένα πειράματα υπάρχουν. Αρχικά, μεσα στον δίσκο έχουμε μερικά dronoειδή, ακουστικά ιντερλούδια που αν και δεν χαλάνε την ροή του υλικού, εμένα κάπως με ρίχνουν. Αυτό βέβαια έχει να κάνει με το ότι έχουν μειωθεί οι όποιες pop-sensibilities του παρελθόντος χάριν ενός πιο περιπετειώδους, εγκεφαλικού παιξίματος που παραπέμπει (όπως πολύ σωστά μαντέψατε όσοι τους έχετε δει σε κάποιο απ’τα αποστομωτικά live τους) στους Tool αν ηχογραφούσαν στην Sub Pop περιόδου 88-93. Οπως ξεκαθάρισα και στην αρχή, αυτό έχει να κάνει με τις δικές μου προσδοκίες όμως, οπότε το προσπερνάμε. Σε δεύτερη φάση, ενώ υπάρχει προσπάθεια για περαιτέρω πειραματισμό (η λύρα με σκότωσε, καλό), οι Bliss κάπου κάπου δείχνουν ανήμποροι (ή καλύτερα απρόθυμοι) να βάλουν σε δεύτερη μοίρα τις επιρροές τους με αποτέλεσμα να ακούγονται μεν τρομερά δεμένα, καλοδουλεμένα και με μπόλικη σκέψη από πίσω τα πάντα, αλλά να είναι ταυτόχρονα ευκόλως αναγνωρίσιμη η προέλευση τους. Είναι και θέμα εμπειρίας αυτό και στην τελική το γάμησα που τα θέλω όλα απ’τον πρώτο δίσκο, αλλά αν δεν ήταν τόσο διακριτό το ταλέντο θα έλεγα γάματο. Πάμε τώρα στα καλά.
Σπάνια βλέπεις εγχώρια μπάντα με πραγματική συνέπεια στα ακούσματα της. Οι Bliss δεν μοιάζουν περιστασιακοί ακροατές ενός εναλλακτικού παρελθόντος που αναγνώρισε μόνο τρεις άντε τέσσερις ρημάδες μπάντες ώς αξιόλογες, αντιπροσωπευτικές και εν τέλει διαχρονικές ενός μουσικού κινήματος (του ''grunge'' ντε). Είμαι ψιλοσίγουρος ότι αν κάναμε κουβέντα θα μιλάγαμε για Amphetamine Reptile, για το Noise rock, την underground σκηνή των Portland & Seattle και άλλα τέτοια (ΤΟΥΣ SABBATH). Πράγματα όχι απαραίτητα συγγενικά με τον ήχο τους. αλλά απολύτως χρήσιμα σε ακαδημαϊκό επίπεδο για να κατανοήσεις την τέχνη σου (ή στην περίπτωση μου το αντικείμενο που θέτω για ανάλυση). Τα εργαλεία με τα οποία δουλεύεις ρε παιδί μου. Ενα ακόμα θετικό είναι το απολύτως ψαρωτικό παίξιμο που μαρτυρά πολλές πρόβες και πολλά λαβυρινθοειδή τζαμαρίσματα που όταν έσκαγε επιτέλους ένα καλό riff οι τύποι κοιταζόντουσαν μεταξύ τους μέσ' στη χαρά. Για την φωνή τι μπορούμε να πούμε; Υπάρχει κάτι αντίστοιχο εδώ γύρω άραγε; Άψογη άρθρωση και χρήση της Αγγλικής γλώσσας στα bonus μάζι με την υπερχροιά κτλ. Στο καθαρά συνθετικό μέρος δεν υπάρχει τίποτα χτυπητό να κατακρίνεις. Το υλικό ακούγεται σαν να έχει γραφτεί φυσικότατα και είναι τίγκα στην έμπνευση σε κάθε έκφανση, είτε όταν κάνουν ''ρυθμικά'' παιχνίδια, είτε όταν σου ρίχνουν ξερά το riff καταπάνω σου, είτε όταν οι τόνοι πέφτουν και δίνεται βαρύτητα στην ''ατμοσφαιρική'' πλευρά της μπάντας. Ναι, όπως ξαναείπα, έχουν μειωθεί οι poppy ευαισθησίες και δεν υπάρχει κάποιο instant hit εδώ γύρω αλλά δεν το λες και grower, μια χαρά πιασσάρικο είναι. Γενικά εξισορροπεί, καταφέρνουν να κάνουν το δεκάλεπτο κομμάτι να φαίνεται μισό ή και λιγότερο σε διάρκεια, παίρνοντας παράλληλα χαμπάρι ότι υπάρχει βάθος εδώ και δεν ακολουθείται μια συμβατική δομή. Αν το ακούσετε θα καταλάβετε, δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτα παραπάνω.
Σαρωτικό conclusion : γράψτε στ'αρχίδια σας όλα τα παραπάνω και ξεκινήστε το album απ’το ''Dawn''. Aμα το προσπεράσετε σαν κάτι της σειράς θα κάτσω να με γαμήσετε. Το επόμενο album απλά δεν θα υπάρχει.
Κώστας Χ.
http://www.myspace.com/thebliss2006
http://www.spinalonga.net
Λοιπόν πάμε λίγο γρήγορα με τα αρνητικά για να κλείσουμε με σαρωτικό φινάλε. Επιρροές οριακά αλληλένδετες και κάποια αποτυχημένα πειράματα υπάρχουν. Αρχικά, μεσα στον δίσκο έχουμε μερικά dronoειδή, ακουστικά ιντερλούδια που αν και δεν χαλάνε την ροή του υλικού, εμένα κάπως με ρίχνουν. Αυτό βέβαια έχει να κάνει με το ότι έχουν μειωθεί οι όποιες pop-sensibilities του παρελθόντος χάριν ενός πιο περιπετειώδους, εγκεφαλικού παιξίματος που παραπέμπει (όπως πολύ σωστά μαντέψατε όσοι τους έχετε δει σε κάποιο απ’τα αποστομωτικά live τους) στους Tool αν ηχογραφούσαν στην Sub Pop περιόδου 88-93. Οπως ξεκαθάρισα και στην αρχή, αυτό έχει να κάνει με τις δικές μου προσδοκίες όμως, οπότε το προσπερνάμε. Σε δεύτερη φάση, ενώ υπάρχει προσπάθεια για περαιτέρω πειραματισμό (η λύρα με σκότωσε, καλό), οι Bliss κάπου κάπου δείχνουν ανήμποροι (ή καλύτερα απρόθυμοι) να βάλουν σε δεύτερη μοίρα τις επιρροές τους με αποτέλεσμα να ακούγονται μεν τρομερά δεμένα, καλοδουλεμένα και με μπόλικη σκέψη από πίσω τα πάντα, αλλά να είναι ταυτόχρονα ευκόλως αναγνωρίσιμη η προέλευση τους. Είναι και θέμα εμπειρίας αυτό και στην τελική το γάμησα που τα θέλω όλα απ’τον πρώτο δίσκο, αλλά αν δεν ήταν τόσο διακριτό το ταλέντο θα έλεγα γάματο. Πάμε τώρα στα καλά.
Σπάνια βλέπεις εγχώρια μπάντα με πραγματική συνέπεια στα ακούσματα της. Οι Bliss δεν μοιάζουν περιστασιακοί ακροατές ενός εναλλακτικού παρελθόντος που αναγνώρισε μόνο τρεις άντε τέσσερις ρημάδες μπάντες ώς αξιόλογες, αντιπροσωπευτικές και εν τέλει διαχρονικές ενός μουσικού κινήματος (του ''grunge'' ντε). Είμαι ψιλοσίγουρος ότι αν κάναμε κουβέντα θα μιλάγαμε για Amphetamine Reptile, για το Noise rock, την underground σκηνή των Portland & Seattle και άλλα τέτοια (ΤΟΥΣ SABBATH). Πράγματα όχι απαραίτητα συγγενικά με τον ήχο τους. αλλά απολύτως χρήσιμα σε ακαδημαϊκό επίπεδο για να κατανοήσεις την τέχνη σου (ή στην περίπτωση μου το αντικείμενο που θέτω για ανάλυση). Τα εργαλεία με τα οποία δουλεύεις ρε παιδί μου. Ενα ακόμα θετικό είναι το απολύτως ψαρωτικό παίξιμο που μαρτυρά πολλές πρόβες και πολλά λαβυρινθοειδή τζαμαρίσματα που όταν έσκαγε επιτέλους ένα καλό riff οι τύποι κοιταζόντουσαν μεταξύ τους μέσ' στη χαρά. Για την φωνή τι μπορούμε να πούμε; Υπάρχει κάτι αντίστοιχο εδώ γύρω άραγε; Άψογη άρθρωση και χρήση της Αγγλικής γλώσσας στα bonus μάζι με την υπερχροιά κτλ. Στο καθαρά συνθετικό μέρος δεν υπάρχει τίποτα χτυπητό να κατακρίνεις. Το υλικό ακούγεται σαν να έχει γραφτεί φυσικότατα και είναι τίγκα στην έμπνευση σε κάθε έκφανση, είτε όταν κάνουν ''ρυθμικά'' παιχνίδια, είτε όταν σου ρίχνουν ξερά το riff καταπάνω σου, είτε όταν οι τόνοι πέφτουν και δίνεται βαρύτητα στην ''ατμοσφαιρική'' πλευρά της μπάντας. Ναι, όπως ξαναείπα, έχουν μειωθεί οι poppy ευαισθησίες και δεν υπάρχει κάποιο instant hit εδώ γύρω αλλά δεν το λες και grower, μια χαρά πιασσάρικο είναι. Γενικά εξισορροπεί, καταφέρνουν να κάνουν το δεκάλεπτο κομμάτι να φαίνεται μισό ή και λιγότερο σε διάρκεια, παίρνοντας παράλληλα χαμπάρι ότι υπάρχει βάθος εδώ και δεν ακολουθείται μια συμβατική δομή. Αν το ακούσετε θα καταλάβετε, δεν χρειάζεται να ειπωθεί τίποτα παραπάνω.
Σαρωτικό conclusion : γράψτε στ'αρχίδια σας όλα τα παραπάνω και ξεκινήστε το album απ’το ''Dawn''. Aμα το προσπεράσετε σαν κάτι της σειράς θα κάτσω να με γαμήσετε. Το επόμενο album απλά δεν θα υπάρχει.
Κώστας Χ.
http://www.myspace.com/thebliss2006
http://www.spinalonga.net
OVER THE OCEAN (USA) – Paper House (2011)
Οι Over The Ocean είναι μια από τις μπάντες που ξεπετάγονται σαν τα καπρολάχανα μέσα στους αγρούς. Μετράνε περίπου δύο χρόνια από την πρώτη νότα που παίξανε σε κάποιο στούντιο της Virginia, και το ντεμπούτο τους "Paper House" έγινε με την βοήθεια του kickstarter.com το οποίο βοηθά στην χρηματοδότηση της παραγωγής των έργων νέων καλλιτεχνών.
Το συγκρότημα κυμαίνεται σε ένα post-rock attitude με αρκετά στοιχεία από την shoegaze και indie σκηνή, στρογγυλεύοντας έτσι την ήδη χαλαρή ατμόσφαιρα που μπάντες όπως God Is an Astronaut και Explosions in the Sky, δημιουργούν. Οι Αμερικάνοι δίνουν μέγιστο βάρος στον στίχο και στην ερμηνεία αυτού, γεγονός που συμβάλει τα μέγιστα για την δημιουργία μιας ξεχωριστής σύνθεσης εν γένει. Δεν είναι δηλαδή μια τυποποιημένη απομίμηση των Sigur Rós ή των Wovenhand αλλά κάτι ανάμεσα σε αυτές τις φαινομενικά παράταιρες μπάντες. Διατηρώντας για λίγο ακόμα όλη αυτή την ονοματολογία, είναι σημαντικό να επιστήσουμε την προσοχή του ακροατή για δύο-τρία πολύ ξεχωριστά κομμάτια της κυκλοφορίας που ακούνε στο όνομα "Everything Will Change", "Something I Was Not", "Build Your Kingdom".
Αν λέγαμε ότι ένα πράγμα ξέρουν να κάνουν καλά οι Over The Ocean, αυτό είναι ότι μπορούν να δημιουργούν με τις συνθέσεις τους τοπία τα οποία δονούνται από τους πολύ εκφραστικούς και δυνατούς τους στίχους. Όσοι πιστοί, από περιέργεια και μόνο, προσέλθετε.
Νικος Ζ.
www.myspace.com/overtheoceanband
Τετάρτη 21 Σεπτεμβρίου 2011
IMPUREZA (Fra) – La Iglesia Del' Odio (2010)
Να και μια δισκάρα που έπρεπε να πάρει το χρόνο της για να με εντυπωσιάσει. Το “La Iglesia Del' Odio” σημαίνει “εκκλησία του μίσους” στα ισπανικά, οι ακάθαρτοι (impureza = ακαθαρσίες) κάφροι όμως που τη δημιούργησαν έρχονται απ' τη Γαλλία. Είναι ολοκληρωτικά χωμένοι στην εμμονή της “ιβηρίας”, αφού κατά τα λεγόμενα της ίδιας της μπάντας, οι Impureza δημιουργήθηκαν ακριβώς γι' αυτό το σκοπό, να παίξουν death metal δηλαδή επηρεασμένο από την παραδοσιακή μουσική της ιβηρικής χερσονήσου. Τώρα βέβαια ο όρος “Brutal Death Flamenco” που οικειοποιούνται για τη μουσική τους δεν είναι και πολύ της προκοπής, μη σου πω ακούγεται και αστείος, όμως είναι μια καλή αφετηρία για μπει κανείς στη φάση της μπάντας.
Ο δίσκος όπως είναι αναμενόμενο, ξεκινάει με το ξεκώλιασμα μιας κλασικής κιθάρας, η οποία υποχρεώνεται να κουβαλήσει η κακομοίρα όλη την κάβλα του τρελαμένου οργανοπαίχτη της για ξέφρενα flamenco ακροβατικά. Αμέσως μετά μπαίνει χώσιμο με blasts και τέρμα γκάζια στις κιθάρες! Και αν αυτό σε πρώτη φάση προδιαθέτει μάλλον αρνητικά, στην περίπτωση των Impureza είναι αυτό που κάνει τα πράγματα αληθινά ενδιαφέροντα: δεν ακούς ένα συνεχόμενο αυνανισμό από σόλο και υπερτεχνικά περάσματα, ούτε cheesy power metal επικούρα. Ακούς πραγματικό brutal death με πραγματικές flamenco σφήνες!
Τα κομμάτια είναι δουλεμένα με τις ώρες (τα μισά σχεδόν υπάρχουν από το 2005 και τα πρώτα demo της μπάντας) με δεδομένη τη συνθετική ικανότητα της μπάντας και την πλήρη επίγνωση του πότε και που θα δοθούν οι folk/μελωδικές ανάσες, οι οποίες θα “αδειάσουν” για λίγο την ανελέητη μπρουταλιά, για να επανέλθει δριμύτερη λίγο αργότερα. Το εντυπωσιακό είναι βέβαια ότι όλη αυτή η εναλλαγή γίνεται με πραγματική ένταση, ενώ κάτι οι ισπανόφωνοι στίχοι, κάτι τα ίδια τα ηλεκτρικά riffs που πολλές φορές μοιάζουν να είναι προεκτάσεις των folk ακουστικών, κάνουν τη μουσική να έχει τέτοια ομοιογένεια, που είσαι ανίκανος να φανταστείς πλέον τα κομμάτια, και δη τα τυπικά death metal μέρη, χωρίς όλο αυτό το εξωγενές, μη-μέταλ σκηνικό. Κάπως έτσι σε νικάει αυτή η μπάντα.
Οι Impureza είναι σαν να έχεις βάλει στο ίδιο καζάνι τους Nile με τον Al di Meola! Το μείγμα είναι τόσο καλό, που όποιον απ' τους δύο και να γουστάρεις, αυτοί οι Γάλλοι είναι για σένα.
Ο δίσκος όπως είναι αναμενόμενο, ξεκινάει με το ξεκώλιασμα μιας κλασικής κιθάρας, η οποία υποχρεώνεται να κουβαλήσει η κακομοίρα όλη την κάβλα του τρελαμένου οργανοπαίχτη της για ξέφρενα flamenco ακροβατικά. Αμέσως μετά μπαίνει χώσιμο με blasts και τέρμα γκάζια στις κιθάρες! Και αν αυτό σε πρώτη φάση προδιαθέτει μάλλον αρνητικά, στην περίπτωση των Impureza είναι αυτό που κάνει τα πράγματα αληθινά ενδιαφέροντα: δεν ακούς ένα συνεχόμενο αυνανισμό από σόλο και υπερτεχνικά περάσματα, ούτε cheesy power metal επικούρα. Ακούς πραγματικό brutal death με πραγματικές flamenco σφήνες!
Τα κομμάτια είναι δουλεμένα με τις ώρες (τα μισά σχεδόν υπάρχουν από το 2005 και τα πρώτα demo της μπάντας) με δεδομένη τη συνθετική ικανότητα της μπάντας και την πλήρη επίγνωση του πότε και που θα δοθούν οι folk/μελωδικές ανάσες, οι οποίες θα “αδειάσουν” για λίγο την ανελέητη μπρουταλιά, για να επανέλθει δριμύτερη λίγο αργότερα. Το εντυπωσιακό είναι βέβαια ότι όλη αυτή η εναλλαγή γίνεται με πραγματική ένταση, ενώ κάτι οι ισπανόφωνοι στίχοι, κάτι τα ίδια τα ηλεκτρικά riffs που πολλές φορές μοιάζουν να είναι προεκτάσεις των folk ακουστικών, κάνουν τη μουσική να έχει τέτοια ομοιογένεια, που είσαι ανίκανος να φανταστείς πλέον τα κομμάτια, και δη τα τυπικά death metal μέρη, χωρίς όλο αυτό το εξωγενές, μη-μέταλ σκηνικό. Κάπως έτσι σε νικάει αυτή η μπάντα.
Οι Impureza είναι σαν να έχεις βάλει στο ίδιο καζάνι τους Nile με τον Al di Meola! Το μείγμα είναι τόσο καλό, που όποιον απ' τους δύο και να γουστάρεις, αυτοί οι Γάλλοι είναι για σένα.
Γεράσιμος Β.
http://www.myspace.com/impureza
http://www.snakebiteprod.com/
Husere Grav (US) - Husere Grav (2010)
Η παρουσίαση που ακολουθεί θα είναι σχετικά ξερή και σύντομη – η κασσέτα που διάλεξα δεν με διευκολύνει να γράψω κάποια πιο ενδιαφέρουσα κριτική να πω την αλήθεια. Αφού δεν μπόρεσα να βρω όμως κάποια καλύτερη και επίκαιρη αφορμή για την παρουσίαση του εν λόγω καλλιτέχνη, μπαίνω απ'ευθείας στο ψητό.
Todd Watson λοιπόν είναι το όνομα ενός συμπαθέστατου χοντρούλη (misanthrope southern lord στη γλώσσα των δελτίων τύπου) από το Τέξας. Με ένα black metal παρελθόν και με μια ανήσυχη διάθεση για το sound manipulation και την (όχι-και-τόσο) ανορθόδοξη χρήση της κιθάρας, συγκεντρώνει τις επιρροές του στο τελευταίο και πιο ενδιαφέρον project του με όνομα Husere Grav, παίζοντας ένα πολύ ενδιαφέρον δείγμα black noise (με το βάρος στην noise επιρροή του ιδιώματος).
Συνολικά, οι μέθοδοί του κινούνται ανάμεσα στις κλασσικές Prurient/Whitehouse “παραμορφωμένα vokills και μικροφωνισμοί” power electronics στιγμές και στις κιθαριστικές dark ambient συνθέσεις – μέθοδος που κυριαρχεί και στο Husere Grav. Απλές δυσαρμονίες, ξεκάθαρα εμπνευσμένες από το black metal παρελθόν του, αντηχούν και διατηρούνται σε μία αρκετά σαθρή χρονική κλίμακα, προσεγγίζοντας μια drone άχρονη λογική. Η σύνθεση είναι μάλλον απούσα και η εξέλιξη ενστικτώδης. Παρ'όλα αυτά το σύνολο μαρτυρά μια αρκετά καλή αντίληψη της εξέλιξης και της αντίληψης του εσωτερικού ρυθμού, δίνοντας τελικά κομμάτια που (το κατά δύναμιν) ξεφεύγουν από την παγίδα του βαρετού.
Χωρίς να παρουσιάζει την ποικιλία και την διάθεση για πειραματισμό των split κυκλοφοριών του πλάι στους εκπληκτικούς Robedoor και Torturkammer, είναι ένα πολύ καλό δειγμα δουλειάς και μια καλή πρώτη εξοικείωση με τον ήχο του Husere Grav – αν και πιο πιθανό να συγκινήσει τους οπαδούς της lo-fi ψυχεδέλειας και της drone παρά της black και noise. Αξίζει πάντως να το αναζητήσετε, ακόμα περισσότερο δε τα προαναφερθέντα splits (κυκλοφόρησε σε 111 εξαντλημένα αντίτυπα, οπότε καλό ψάρεμα).
Δημήτρης Γ.
Κυριακή 17 Ιουλίου 2011
40 WATT SUN (UK) – The Inside Room (2011)
Το όνομα της μπάντας σίγουρα δεν παραπέμπει στο ότι πρόκειται για τη συνέχεια των Βρετανών Warning, οι οποίοι το 2007 με το "Watching From A Distance" έδωσαν ηχητική υπόσταση στην κατάθλιψη της πιο βαριάς μορφής. Τα 'χετε ακούσει πολλάκις αυτά, τα έχετε πιστέψει κιόλας, υπάρχουν και διαπιστευτήρια, ακούγατε το "Alternative 4" στο σχολείο και θεωρήσατε πιθανό, οι στίχοι του "Fragile Dreams" να αναφέρονται σε εσάς προσωπικά. Εδώ όμως δεν έχουμε να κάνουμε με ανθρώπους που φοράνε τη θλίψη τους κατά βούληση και κοιτάζονται στον καθρέφτη, ερωτευμένοι με τον ίδιο τους το δήθεν αλαφροΐσκιωτο εαυτό. Στους Warning η θλίψη δεν είχε επικάλυψη μελένια, είχε γεύση στρυχνίνης, σε ποσότητα πάντα μικρότερη της θανατηφόρας, ώστε να ακολουθούν πολλαπλές δόσεις. Αυτό το γκρουπ δεν ήταν μια χείρα βοηθείας, ήταν περισσότερο το χέρι που σταθερά και κάπως στοργικά πίεζε το κεφάλι μέσα στο νερό, αδιαφορώντας για τους σπασμούς αγωνίας κατά τη διάρκεια του πνιγμού, αφού ο πνιγμός ήταν ο σκοπός του.
Με τους 40 Watt Sun ο Patrick Walker μοιάζει να χαλαρώνει λίγο τη λαβή για να μας επιτρέψει μια ανάσα. Είναι αέρας όμως αυτό που μας περιβάλλει, ή αναπνέουμε την απουσία του; Η μουσική των 40 Watt Sun είναι τόσο θλιβερή που καταλήγει μεθυστική. Τα riffs ανακυκλώνονται σα στρόβιλος σε αργή κίνηση, ώστε να βιώνεται κάθε χιλιοστό ενός εκτατού πόνου. Οι κιθάρες του Walker πραγματικά λένε ιστορίες, ακολουθούν ένα βασανιστικό μοτίβο που ξεκινά με έντονο, λυπημένο ξέσπασμα μέχρι που φτάνουν να κατακρημνίζονται τσακισμένες, έτοιμες να επαναλάβουν την ακολουθία ενός φροϋδικού fort/da, ενός καταναγκασμού επανάληψης μιας οδύνης πολύ συγκεκριμένης. Οι 40 Watt Sun μιλάνε για την οδύνη τους απευθυνόμενοι σε έναν άνθρωπο, ίσως στον ίδιο δέκτη για τον οποίο προοριζόταν το "Watching From A Distance", αλλά εδώ τα πράματα μοιάζουν να είναι κάπως πιο φωτεινά. Είναι βέβαια απ' αυτές τις περιπτώσεις που ορίζουμε το φως ως απουσία σκοταδιού, αφού όχι μόνο συνθετικά, μα και στιχουργικά, αφήνεται να δημιουργηθεί για κάποιες στιγμές μια αχρωμία, με την ελπίδα ότι το κενό μπορεί να γεμίσει με κάποιο άλλο χρώμα πέρα απ' το μαύρο. Αυτή η υποψία φωτός, που βρίσκει έκφραση ιδιαίτερα στο τελευταίο, και κάπως Alcest-ικά αισιόδοξο κομμάτι του δίσκου, ίσως να σημαίνει ότι οι πρώην Warning είδαν ελπίδα κάπου και για αυτόν ακριβώς το λόγο έπαψαν και να είναι οι Warning. Παρά τις υπόνοιες ελπίδας όμως, πρώτη ύλη του "The Inside Room" παραμένει η αστόλιστη κατάθλιψη και η συνεχής αύρα απώλειας, μπορεί να τ' ακούσει αυτά κανείς στη χροιά του Walker, που, αν και στους 40 Watt Sun έγινε πιο γλυκιά, φράζει κάθε έξοδο διαφυγής από το επώδυνο. Με κάποια απογοήτευση παρατήρησα στα φωνητικά την απουσία των λυρικών εξάρσεων του παρελθόντος, όπως στον τρόπο που είχε τραγουδήσει εκείνο το "shivering, naked, in your winter light" στο κομμάτι "Footprints". Αυτό είναι κάτι που μου λείπει λίγο απ' το συγκεκριμένο album, αλλά απ' την άλλη είναι σίγουρο, ότι η αναπαραγωγή της ατμόσφαιρας των Warning δε συμπεριλαμβάνεται στις επιδιώξεις των 40 Watt Sun.
Δεν ξέρω με τι κριτήρια πρέπει να αξιολογούνται τέτοιοι δίσκοι. Το μοναδικό μειονέκτημα του "The Inside Room" φαίνεται να είναι το γεγονός ότι δεν προηγήθηκε του "Watching From A Distance", το οποίο μας έφερε σε επαφή με μια θλίψη πρωτόγνωρα ωμή και εθιστική, όποτε λογικό, μα και τελείως λάθος, είναι το να θέλουμε μαζοχιστικά ορμώμενοι κι άλλο, κι άλλο... Το ιδανικό νομίζω είναι να ξεχωρίσουμε στο μυαλό μας τους Warning και τους 40 Watt Sun ως δύο διαφορετικά φαινόμενα, και να αφήσουμε τους δεύτερους να μας οδηγήσουν παραπέρα μέσα στο τούνελ, το οποίο, ποιος ξέρει, ίσως να τελειώνει κάπου.
Με τους 40 Watt Sun ο Patrick Walker μοιάζει να χαλαρώνει λίγο τη λαβή για να μας επιτρέψει μια ανάσα. Είναι αέρας όμως αυτό που μας περιβάλλει, ή αναπνέουμε την απουσία του; Η μουσική των 40 Watt Sun είναι τόσο θλιβερή που καταλήγει μεθυστική. Τα riffs ανακυκλώνονται σα στρόβιλος σε αργή κίνηση, ώστε να βιώνεται κάθε χιλιοστό ενός εκτατού πόνου. Οι κιθάρες του Walker πραγματικά λένε ιστορίες, ακολουθούν ένα βασανιστικό μοτίβο που ξεκινά με έντονο, λυπημένο ξέσπασμα μέχρι που φτάνουν να κατακρημνίζονται τσακισμένες, έτοιμες να επαναλάβουν την ακολουθία ενός φροϋδικού fort/da, ενός καταναγκασμού επανάληψης μιας οδύνης πολύ συγκεκριμένης. Οι 40 Watt Sun μιλάνε για την οδύνη τους απευθυνόμενοι σε έναν άνθρωπο, ίσως στον ίδιο δέκτη για τον οποίο προοριζόταν το "Watching From A Distance", αλλά εδώ τα πράματα μοιάζουν να είναι κάπως πιο φωτεινά. Είναι βέβαια απ' αυτές τις περιπτώσεις που ορίζουμε το φως ως απουσία σκοταδιού, αφού όχι μόνο συνθετικά, μα και στιχουργικά, αφήνεται να δημιουργηθεί για κάποιες στιγμές μια αχρωμία, με την ελπίδα ότι το κενό μπορεί να γεμίσει με κάποιο άλλο χρώμα πέρα απ' το μαύρο. Αυτή η υποψία φωτός, που βρίσκει έκφραση ιδιαίτερα στο τελευταίο, και κάπως Alcest-ικά αισιόδοξο κομμάτι του δίσκου, ίσως να σημαίνει ότι οι πρώην Warning είδαν ελπίδα κάπου και για αυτόν ακριβώς το λόγο έπαψαν και να είναι οι Warning. Παρά τις υπόνοιες ελπίδας όμως, πρώτη ύλη του "The Inside Room" παραμένει η αστόλιστη κατάθλιψη και η συνεχής αύρα απώλειας, μπορεί να τ' ακούσει αυτά κανείς στη χροιά του Walker, που, αν και στους 40 Watt Sun έγινε πιο γλυκιά, φράζει κάθε έξοδο διαφυγής από το επώδυνο. Με κάποια απογοήτευση παρατήρησα στα φωνητικά την απουσία των λυρικών εξάρσεων του παρελθόντος, όπως στον τρόπο που είχε τραγουδήσει εκείνο το "shivering, naked, in your winter light" στο κομμάτι "Footprints". Αυτό είναι κάτι που μου λείπει λίγο απ' το συγκεκριμένο album, αλλά απ' την άλλη είναι σίγουρο, ότι η αναπαραγωγή της ατμόσφαιρας των Warning δε συμπεριλαμβάνεται στις επιδιώξεις των 40 Watt Sun.
Δεν ξέρω με τι κριτήρια πρέπει να αξιολογούνται τέτοιοι δίσκοι. Το μοναδικό μειονέκτημα του "The Inside Room" φαίνεται να είναι το γεγονός ότι δεν προηγήθηκε του "Watching From A Distance", το οποίο μας έφερε σε επαφή με μια θλίψη πρωτόγνωρα ωμή και εθιστική, όποτε λογικό, μα και τελείως λάθος, είναι το να θέλουμε μαζοχιστικά ορμώμενοι κι άλλο, κι άλλο... Το ιδανικό νομίζω είναι να ξεχωρίσουμε στο μυαλό μας τους Warning και τους 40 Watt Sun ως δύο διαφορετικά φαινόμενα, και να αφήσουμε τους δεύτερους να μας οδηγήσουν παραπέρα μέσα στο τούνελ, το οποίο, ποιος ξέρει, ίσως να τελειώνει κάπου.
Βαγγέλης Ε.
www.40wattsun.com
REPUKED (Swe) – Pervertopia (2011)
Γνήσια παιδιά της underground σαπίλας οι Σουηδοί, μετά από 2 demo και κάμποσες συμμετοχές σε καφρο-συλλογές, κυκλοφορούν το πρώτο τους άλμπουμ και ξαφνικά όλοι μιλάνε για την πάρτη τους. Και πως να μη μιλήσεις δηλαδή όταν συναντάς μια μπάντα με τόσο θεϊκό όνομα, χα χα! Να μη λέμε ψέματα φίλε, αρχικά νόμιζα πως έχω να κάνω με άλλη μια gore/porn/toilet grind πουτσαλέα μπάντα, σαν όλες αυτές που έχουν κατακλύσει το διαδίκτυο και δεν είναι τίποτα άλλο από αγάμητα πιτσιρίκια που έχουν μάθει να χειρίζονται το audacity και κάθονται και ηχογραφούν τα ρεψίματα τους στο pc, έχοντας την εντύπωση ότι είναι και σοβαροί – πολύ συχνά δε, τα ρεψίματα περνάνε από pitch-shifter για έξτρα gore feeling, χα χα χα!
Να μην τα πολυλογώ, η φάση των Repuked είναι πολύ διαφορετική, ευτυχώς! Η μπάντα γουστάρει oldschool καταστάσεις και δεν παίρνει με τίποτα τον εαυτό της στα σοβαρά, στοιχείο πολύ σημαντικό αν θέλετε τη γνώμη μου! Το άκουσμα του "Pervertopia" σε ταξιδεύει στο χρόνο και στο διάστημα τέλη 80's με αρχές 90's, τότε που ο ακραίος ήχος ήταν πολύ πιο αυθόρμητος και ακατέργαστος, άρα πιο αληθινός. Το χυμαδιό των Hellhammer είναι εδώ, η νεκροταφίλα των πρώιμων Entombed επίσης, ενώ είναι σίγουρο πως η μπάντα κωλογουστάρει τους πρόσφατους δίσκους των σταρχιδιστών του black metal Darkthrone. Και βέβαια αν δώσει κανείς βάση στό όργιο των φωνητικών, θα καταλάβει πως οι θεοί κανίβαλοι Impetigo είναι κι αυτοί εδώ! Είναι τυχαίο νομίζετε πως η μπάντα έχει ήδη ετοιμάσει κομμάτι για official tribute; Όχι βέβαια! Ανά φάσεις δε, νόμιζα πως ακούω Usurper και αυτό μ' έκανε να γουστάρω ακόμα περισσότερο!
Αν και το όλο πακέτο μπορεί να μη φαντάζει ιδιαίτερα πρωτοποριακό σε μερικούς, εμείς οι υπόλοιποι τους γράφουμε στη μπούτσα μας και ευχαριστιόμαστε ανεμπόδιστα γνήσιες σαπίλες τύπου "Mental Vomit", "I Wanna Puke On You", "...Fucking Something Dead" και "Morgue of Whores".
Χωρίς πλάκα, οι Repuked είναι απ' τις λίγες μπάντες που θα σας ψυχαγωγήσουν πραγματικά αυτή τη χρονιά. Και βέβαια όταν μιλάμε για ψυχαγωγία δεν εννοούμε gay καταστάσεις τύπου "ακούω μουσική στο pc"... μιλάμε για μουσική που σε παρακινεί να βγάλεις τρίχες και να μεγαλώσουν τα δόντια σου, να σου φυτρώσουν κέρατα, να πας να κατουρήσεις κανένα τάφο και να "προσφέρεις" το σπόρο σου σε καμιά καλόγρια... cult από τώρα!
Να μην τα πολυλογώ, η φάση των Repuked είναι πολύ διαφορετική, ευτυχώς! Η μπάντα γουστάρει oldschool καταστάσεις και δεν παίρνει με τίποτα τον εαυτό της στα σοβαρά, στοιχείο πολύ σημαντικό αν θέλετε τη γνώμη μου! Το άκουσμα του "Pervertopia" σε ταξιδεύει στο χρόνο και στο διάστημα τέλη 80's με αρχές 90's, τότε που ο ακραίος ήχος ήταν πολύ πιο αυθόρμητος και ακατέργαστος, άρα πιο αληθινός. Το χυμαδιό των Hellhammer είναι εδώ, η νεκροταφίλα των πρώιμων Entombed επίσης, ενώ είναι σίγουρο πως η μπάντα κωλογουστάρει τους πρόσφατους δίσκους των σταρχιδιστών του black metal Darkthrone. Και βέβαια αν δώσει κανείς βάση στό όργιο των φωνητικών, θα καταλάβει πως οι θεοί κανίβαλοι Impetigo είναι κι αυτοί εδώ! Είναι τυχαίο νομίζετε πως η μπάντα έχει ήδη ετοιμάσει κομμάτι για official tribute; Όχι βέβαια! Ανά φάσεις δε, νόμιζα πως ακούω Usurper και αυτό μ' έκανε να γουστάρω ακόμα περισσότερο!
Αν και το όλο πακέτο μπορεί να μη φαντάζει ιδιαίτερα πρωτοποριακό σε μερικούς, εμείς οι υπόλοιποι τους γράφουμε στη μπούτσα μας και ευχαριστιόμαστε ανεμπόδιστα γνήσιες σαπίλες τύπου "Mental Vomit", "I Wanna Puke On You", "...Fucking Something Dead" και "Morgue of Whores".
Χωρίς πλάκα, οι Repuked είναι απ' τις λίγες μπάντες που θα σας ψυχαγωγήσουν πραγματικά αυτή τη χρονιά. Και βέβαια όταν μιλάμε για ψυχαγωγία δεν εννοούμε gay καταστάσεις τύπου "ακούω μουσική στο pc"... μιλάμε για μουσική που σε παρακινεί να βγάλεις τρίχες και να μεγαλώσουν τα δόντια σου, να σου φυτρώσουν κέρατα, να πας να κατουρήσεις κανένα τάφο και να "προσφέρεις" το σπόρο σου σε καμιά καλόγρια... cult από τώρα!
Γεράσιμος Β.
http://www.repuked.tk/
http://www.myspace.com/repuked
http://www.soulsellerrecords.com/
PRIMORDIAL (IRE) - Redemption At The Puritans Hand (2011)
Από την στιγμή που οι φήμες πλήθαιναν για την παραγωγή και την κυκλοφορία του έβδομου δίσκου των Primordial, η πρώτη σκέψη δεν μπορεί να ήταν άλλη από το αν ο "Redemption At The Puritans Hand" θα αποτελέσει άξιο διάδοχο του "To The Nameless Dead". Και σίγουρα όταν οι Ιρλανδοί σε έχουν συνηθίσει όλα αυτά τα χρόνια σε κάθε κυκλοφορία να ξεπερνάνε τον καλύτερό τους εαυτό, αναρωτιέσαι πόσο ψηλά ακόμα ανεβαίνει ο πήχης των προσδοκιών σου. Τι μπορείς να ζητήσεις από ένα συγκρότημα που περά από τα πρωτόλεια "Imrama" και "A Journey's End", από τα "Spirit the Earth Aflame" και "Storm Before Calm", όπου ο τίτλος θα πρέπει να αντιστραφεί για να φανταστούμε έστω και στο ελάχιστο για τα επακόλουθα των "The Gathering Wilderness" και "To the Nameless Dead", καταφέρνει με ένα δυνατό χτύπημα στο στομάχι να σε κάνει δεις τον Χριστό φαντάρο και μάλιστα σειρά 313.
Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, για αυτό και δεν θα μπορούσε να ξεκινάει αυτός ο δίσκος με τίποτα κατώτερο ενός "The Golden Spiral" ή ενός "Empire Falls". Με το "No Grave Deep Enough" βουτάμε αμέσως στα βαθιά σκοτεινά νερά των Ιρλανδών. Το βάρος των συνθέσεων αγκιστρώνεται πάνω σου, σε βυθίζει. Ο πόνος και η οργή σε πνίγουν με το ίδιο τρόπο που σε πνίγει το παγωμένο αλμυρό νερό όπου άλλοτε τα "Coffin Ships" διέσχιζαν. Ο δίσκος ρέει βάναυσα μέσα σου, γεμίζοντάς σε με απόγνωση. Το να σταθείς σε τεχνική παιξίματος και σχολιασμό στο έντονα βαρύ μπάσο είναι κατά πολύ περιττό. Κάθε album των Primordial κατάφερνε και μιλούσε πιο βαθιά. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ. Η ιδιαίτερη μορφή που ακούσει στο όνομα Alan Averill μεταδίδει με την ξεχωριστή χροιά του όλα τα προαναφερθέντα συναισθήματα στο υποσυνείδητο του ακροατή. Σέρνει τις ψυχές μας επί ασπαλάθων. Δίκαιη ανταμοιβή για το προνόμιο της ακρόασης.
Ψάχνοντάς το λίγο πιο πολύ θα δούμε πως η ευρηματική παρουσία του Alan ξεχωρίζει, μιας και μέσα από τους στίχους και την ερμηνεία, προσδίδει την πρέπουσα σημασία στην ήδη υπάρχουσα βαρύτητα των κομματιών. Από το πολιτικό "μανιφέστο" του "Death of the Gods" έως το λογοτεχνικό μεγαλούργημα του Herman Hesse (Ο Λύκος της Στέπας) "Lain With the Wolf", καταλαβαίνουμε πως δεν είχαμε και δεν έχουμε να κάνουμε με ένα απλό rock 'n' roll attitude.
Μουσικά τώρα, οι Primordial παραμένουν επίκαιροι, χωρίς να χάνουν την διαχρονική τους αισθητική που έχουν καθιερώσει από το "The Gathering Wilderness". Στιβαρές συνθέσεις, με έναν πλούτο κέλτικων μελωδιών και μια ατμόσφαιρα άκρως πολεμική-επαναστατική. Σε ορισμένα σημεία όπως τα "Gods Old Snake" και "The Black Hundred" παρατηρούμε ένα πισωγύρισμα σε εποχές "Spirit the Earth Aflame", που σε καμία περίπτωση δεν μας ενοχλεί.
Έχοντας αποδείξει όλα αυτά τα χρόνια πως δεν είναι το συγκρότημα που αποζητά την δημοσιότητα, μετά από αυτή την κυκλοφορία φαντάζει αναπόφευκτη η άνοδος της αναγνωσιμότητας προς το πρόσωπό τους. Με τον "Redemption At The Puritans Hand" οι Primordial δρέπουν τους καρπούς τόσων χρόνων συνύπαρξης και ενεργούς παρουσίας και ταυτόχρονα κερδίζουν πανάξια την υποψηφιότητα για τον καλύτερο δίσκο της χρονιάς, κι ας έχουμε ακόμα πολύ δρόμο ακόμα για να φτάσει στο τέλος της.
Η αρχή είναι το ήμισυ του παντός, για αυτό και δεν θα μπορούσε να ξεκινάει αυτός ο δίσκος με τίποτα κατώτερο ενός "The Golden Spiral" ή ενός "Empire Falls". Με το "No Grave Deep Enough" βουτάμε αμέσως στα βαθιά σκοτεινά νερά των Ιρλανδών. Το βάρος των συνθέσεων αγκιστρώνεται πάνω σου, σε βυθίζει. Ο πόνος και η οργή σε πνίγουν με το ίδιο τρόπο που σε πνίγει το παγωμένο αλμυρό νερό όπου άλλοτε τα "Coffin Ships" διέσχιζαν. Ο δίσκος ρέει βάναυσα μέσα σου, γεμίζοντάς σε με απόγνωση. Το να σταθείς σε τεχνική παιξίματος και σχολιασμό στο έντονα βαρύ μπάσο είναι κατά πολύ περιττό. Κάθε album των Primordial κατάφερνε και μιλούσε πιο βαθιά. Το ίδιο συμβαίνει και εδώ. Η ιδιαίτερη μορφή που ακούσει στο όνομα Alan Averill μεταδίδει με την ξεχωριστή χροιά του όλα τα προαναφερθέντα συναισθήματα στο υποσυνείδητο του ακροατή. Σέρνει τις ψυχές μας επί ασπαλάθων. Δίκαιη ανταμοιβή για το προνόμιο της ακρόασης.
Ψάχνοντάς το λίγο πιο πολύ θα δούμε πως η ευρηματική παρουσία του Alan ξεχωρίζει, μιας και μέσα από τους στίχους και την ερμηνεία, προσδίδει την πρέπουσα σημασία στην ήδη υπάρχουσα βαρύτητα των κομματιών. Από το πολιτικό "μανιφέστο" του "Death of the Gods" έως το λογοτεχνικό μεγαλούργημα του Herman Hesse (Ο Λύκος της Στέπας) "Lain With the Wolf", καταλαβαίνουμε πως δεν είχαμε και δεν έχουμε να κάνουμε με ένα απλό rock 'n' roll attitude.
Μουσικά τώρα, οι Primordial παραμένουν επίκαιροι, χωρίς να χάνουν την διαχρονική τους αισθητική που έχουν καθιερώσει από το "The Gathering Wilderness". Στιβαρές συνθέσεις, με έναν πλούτο κέλτικων μελωδιών και μια ατμόσφαιρα άκρως πολεμική-επαναστατική. Σε ορισμένα σημεία όπως τα "Gods Old Snake" και "The Black Hundred" παρατηρούμε ένα πισωγύρισμα σε εποχές "Spirit the Earth Aflame", που σε καμία περίπτωση δεν μας ενοχλεί.
Έχοντας αποδείξει όλα αυτά τα χρόνια πως δεν είναι το συγκρότημα που αποζητά την δημοσιότητα, μετά από αυτή την κυκλοφορία φαντάζει αναπόφευκτη η άνοδος της αναγνωσιμότητας προς το πρόσωπό τους. Με τον "Redemption At The Puritans Hand" οι Primordial δρέπουν τους καρπούς τόσων χρόνων συνύπαρξης και ενεργούς παρουσίας και ταυτόχρονα κερδίζουν πανάξια την υποψηφιότητα για τον καλύτερο δίσκο της χρονιάς, κι ας έχουμε ακόμα πολύ δρόμο ακόμα για να φτάσει στο τέλος της.
Νίκος Ζ.
www.primordialweb.com
www.myspace.com/primordialofficial
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)